Τρίτη 29 Ιουνίου 2021

το φως

Άνοιξε παραθυρόφυλλο να μπει το λίγο φως
αυτό, που με τη λάμψη του φωτίζει την ψυχή μας
αυτό το θείο δώρο, που έδωσε ο Θεός
και φεύγει κάθε ένας λυγμός της σύντομης ζωής μας.
Ευχή κάνει μια ψυχή αλιμάνιστη από θλίψεις
και μια βαρκούλα στ΄ανοιχτά μόνη της αδειανή
πλευρίζει νεραϊδούσα με ρότα χάρτη τύψης,
σκάει κάποιο χαμόγελο, λιβάνι στη ζωή.
Έλα κι εσύ καρδιά μικρή με απόσπερνους αγγέλους
μέσα στο φως του φεγγαριού να σβήσεις τη φωτιά,
βάλε σε θηκάρι απόκρυφο την άκρη αυτού του βέλους,
να βαφτιστείς με αιώνιο φως για τελευταία φορά.
Κι άσε την παρούμα του αργαλειού να υφαίνει τις χαρές
με το άγιο φως θα πλέξει μια όμορφη ζωή
θάναι το χρώμα ουρανί οι ανταύγειες πορφυρές
κι η θάλασσα θα υφανθεί με βότσαλα μαζί....Β.Α.

Σάββατο 26 Ιουνίου 2021

η φυλακή

Μια φυλακή με σφίγγει και με πνίγει,
σαν ανεμότρατας το δίχτυ το σφιχτό,
αυτή η θηλειά δεν είναι όπως οι άλλες
είναι ανίκητο, απάνθρωπο και άγριο θεριό.

Μόνο το παραθύρι μου μικρό και όλο πείσμα,
αφήνει νυσταγμένο να μπει το λίγο φως
ζωγραφίζει ίσκιο απόκοσμο μέσα στο κελί μου
αυτός ο ίσκιος είναι ο πόθος μου ο κρυφός!

είναι εδώ κι εκεί ανοιχτή η φυλακή μου
κι ας έχω μπροστά μου δρόμο , ανοιχτό,
είμαι ένα πλάσμα βαρύ και ξεχασμένο
και με τη λύπη πάντα έχω έρωτα τρελό.

Απόψε είδα στη σκεπή μια χαραμάδα,
η φυλακή μου άνοιξε διάπλατα με μιας,
λευκά αηδόνια μού σκαρώσαν μαντινάδα
κι έπαιζε με τη λύπη μου ο χιονιάς...Β.Α.

Πέμπτη 24 Ιουνίου 2021

στον Κωστή Παλαμά


Των ονείρων μας καράβι
με της πένας το ακράβι
ταξιδέψαμε μαζί.

Βαθυστόχαστο το δόρυ
στης ζωής το ανηφόρι
πήραμε ανάσες για ζωή.

Και στων ύμνων των ωραίων,
των μεγάλων και μοιραίων,
κάθε λαός σ΄ακολουθεί.

Αριστείο σου μεγάλο
η πολύτιμή σου σκέψη
που κάθε βλέμμα αναζητεί.

Εγαλήνεψες τον κόσμο
με του πνεύματος τη χάρη
τη γιγάντια στροφή,

όλη η δόξα είναι δική σου
και για μένα Αριστείο,
λίγο αγιόκλιμα μού αρκεί...Β.Α.

Το αφιερώνω στο μεγάλο Δάσκαλό , που η ποιητική του δύναμη μού άνοιξε χιλιάδες δρόμους να πορευτώ. Κλίνω ευλαβικά το γόνυ στη μνήμη του και στην ποίησή του που άφησε στη νέα γενιά ως ιερή παρακαταθήκη.

Τετάρτη 23 Ιουνίου 2021

Ο ΒΟΡΙΑΣ ΠΟΥ Τ' ΑΡΝΑΚΙΑ ΠΑΓΩΝΕΙ.[1]

 

Ἦτον νύχτα, εἰς τὴν στέγη ἐβογγοῦσε
Ὁ βορειᾶς, καὶ ψιλὸ ἔπεφτε χιόνι.
Τί μεγάλο κακὸ νὰ ἐμηνοῦσε
Ὁ βορειᾶς ποῦ τ' ἀρνάκια παγώνει;
Μὲς στὸ σπίτι μιὰ χαροκαμμένη,
Μιὰ μητέρα ἀπὸ πόνους γεμάτη,
Στοῦ παιδιοῦ της τὴν κούνια σκυμμένη
Δέκα νύχταις δὲν ἔκλειγε μάτι,
Εἶχε τρία παιδιὰ πεθαμμένα,
Ἀγγελούδια, λευκὰ σὰν τὸν κρίνο,
Κ' ἕνα μόνον τῆς ἔμεινεν, ἕνα
Καὶ στὸν τάφο κοντὰ ἦτον κ' ἐκεῖνο.
Τὸ παιδί της μὲ κλάμμα ἐβογγοῦσε
Ὡς νὰ ἐζήταε τὸ δόλιο βοήθεια,
Κ' ἡ μητέρα σιμά του ἐθρηνοῦσε
Μὲ λαχτάρα χτυπῶντας τὰ στήθια.

απόσπασμα από το ποίημα << οβοριάς που τ΄αρνάκια παγώνει>>
του διακεκριμένου ποιητή Γιώργου Ζαλοκώστα.
 Ένας ύμνος στην πονεμένη μάνα με πολλούς αποδέκτες 
που δεν σέβονται τον πόνο της...

Τρίτη 22 Ιουνίου 2021

κουράγιο

Κάνε κουράγιο!
γαρύφαλα φυτρώσανε και πάλι στην αυλή σου,
στο βάζο της αγάπης σου αφήσαν το άρωμά σου,
απόψε ως τον ουρανό θα φτάσει η καρδιά σου
και μόνο ενθύμισες γλυκές θάχει τ΄αντάμωμά σου.

Κάνε κουράγιο!
μια παπαρούνα κόκκινη για χάρη σου έχει φυτρώσει,
στης άνοιξης τον ορίζοντα με ύφος παιδικό,
ήρθε από το πουθενά τον πόνο σου να λυτρώσει.
μαύρο και κόκκινο μαζί κρατάει μυστικό.

Κάνε κουράγιο!
το κόκκινο του έρωτα μαζί της κουβαλάει,
το μαύρο τόχει πιο βαθειά στα σπλάχνα ξεχασμένο,
μόνο το κόκκινο ζει πάνω της, για σένα το κρατάει,
γράφει πάνω στα πέταλα όνομα αγαπημένο.

Κάνε κουράγιο!
ως και οι πέτρες σήμερα ντυθήκανε με βρύα,
δεν τις λένε πια σκληρές σ΄αυτή τη γειτονιά,
ήρθε η άνοιξή σου πια, τελειώσανε τα κρύα
και τ΄όνομά σου παίζοντας φωνάζουν τα παιδιά...Β.Α.

Κυριακή 20 Ιουνίου 2021

μοναξιά και νοσταλγία

Κοιτάζω στο φεγγαρόφωτο
τα ατίθασα αστέρια
αυτά που ονειρευόμουνα
κάποτε να τα πιάσω.
Ωκεανός τα όνειρα
στα παιδικά μου χρόνια,
όταν με χέρι αμάθητο
έφτιαχνα πύργους σε άμμο.
Με μια τιράντα με κουμπιά
πεσμένη στο πλευρό μου,
ζωγράφιζα τον ουρανό
με μία μορφή ονείρου.
Ενθύμισες και πρόσωπα
κι αγαπημένα μέρη,
περάσαν από δίπλα μου
σαν να τα ξαναείδα
κι η μοναξιά το στήθος μου
διάλεξε για πατρίδα...Β.Α.

οι σειρήνες

Με μάγεψε το υπέροχό τους άσμα
και σήκωσα το βήμα μου γοργό,
δεν ήξερα πως μπρος μου είχα χάσμα,
που θα με κάνει αιώνια να πονώ.

Να τώρα σκληρά παλεύω με το κύμα
το θάνατο τον βλέπω σιωπηλά
και των ανθρώπων τα μίση και το κρίμα,
κρατάω κόντρα στου ανέμου τα στοιχειά.

Το άσμα των σειρήνων πάντα μπρος μου,
δεν έβλεπα το κύμα που χτυπούσε,
άβουλο σανίδι ο εαυτός μου,
την ευτυχία στον πόνο αναζητούσε.

Με πλάνεψαν τα εφήμερα τα κάλλη
και των ανέμων το χάδι το απαλό,
αναζητούσα του έρωτα την αγκάλη,
μα μπήκα σε κυκλώνα πορφυρό...B.A.

Σάββατο 19 Ιουνίου 2021

της ζωής το Α και το βήτα



Μία τσάντα από κουρέλια και κορδόνια
μολύβια,σβήστρες και σπασμένα τα στυλό
μια αγάπη ξεχασμένη της μανούλας,
πορεία ίσια στο χιόνι για σχολειό,

το βλέμμα ελπίδας γινόταν γέλιο
και η ματιά μου καθάρια,κοφτερή
όνειρα, πλαστικά μαύρα σοσόνια
και λαχτάρα, λαχτάρα για ζωή!

πάντα την αγάπη, μ' αγάπη ακολουθούσα
με άλφα, γάμα,άλφα,πι και ήτα
κι άρχισα, να γράφω όνειρα για ζωή
με κεφαλαίο ζήτα.

Τα χρόνια πέρασαν έφυγαν γοργά,
η αλφαβήτα μου μ΄έχει πια ξεχάσει,
δεν είμαι πρωτάκι στο σχολειό μου τώρα πια,
τα άλφα και τα βήτα μου ίσως να τα ΄χω χάσει.

Θυμάμαι τα χρόνια τα παλιά
όταν τον ήλιο έγραφα με ήτα,
στους άλλους έδινα το άλφα με χαρά,
γιατί αρκούσε σε μένα μόνο το βήτα..Β.Α.

Παρασκευή 18 Ιουνίου 2021

παράπονο


Ένα παράπονο απόψε τα μάτια μου τα πνίγει
και το δάκρυ μου κυλάει καυτό σαν μαχαιριά,
αυτό το δάκρυ άπονα, σαν δίχτυ με τυλίγει,
μια ανάμνηση χαμένη, νοσταλγική με κυνηγά.

Ένα παράπονο ,που δεν είναι σαν τα άλλα
κι έχει μέσα του τραγούδια χίλια-δυο,
το τελευταίο δάκρυ μου το πίνω στάλα-στάλα
κι ας κάνει το κόκκινο κρασί πιο δυνατό.

Γελώντας, πικρό χαμόγελο, ένα τσιγάρο στρίβω,
στους φίλους μου δακρύζοντας τους λέω <<είμαι καλά>>
το πρόσωπό μου με δάκρυα με τις παλάμες νίβω,
ηφαίστειο τα μάτια μου, λάβα τα σωθικά.

Και το τσιγάρο μόνο του, στα χέρια μου θα σβήσει,
ας καίει απ΄το παράπονο, που μ΄έχει τώρα βρει
κι αν η φλόγα απ΄το παράπονο απόψε δεν μ΄αφήσει,
από το τελευταίο δάκρυ μου ίσως κι αυτή σβηστεί...Β.Α.

αντοχή

Μαύρα τα σύννεφα
απόψε σε σκεπάζουν
και κάνουν τη βροχή σου
ακόμα πιο πικρή,

το ριζικό σου έφτασε
και βρίσκεται σιμά σου
στήριξε τη χαρά σου
κι ας είναι πολύ μικρή.

Φαρέτρα πιάσε με πυγμή
με αντοχής τα βέλη
ο δράκος της απόγνωσης
ζητάει να πληγωθεί,

μην παρατάς τον πόλεμο
η νίκη είναι κοντά σου
προσπάθησε σαν το αίμα
που κλείνει μια πληγή...Β.Α.

Πέμπτη 17 Ιουνίου 2021

Το πληγωμένο αετόπουλο

 

Σ΄ απόκρημνη αετοφωλιά με χόρτα καμωμένη,
κουβάλησε τα όνειρα στα λιγοστά φτερά του,
μόνο και αβοήθητο σε άγριους καιρούς δοσμένο,
ξεκίνησε το πέταγμα να φτάσει στα όνειρά του.

Μικρό το αετόπουλο, φτερά αφηνιασμένα,
σε δυσθεώρητα βουνά δοκίμασε τις φτερούγες
και πέρναγε ξυστά κοντά σε κοφτερούς γρανίτες
κι έπειτα έπαιζε σαν παιδί στης γειτονιάς τις ρούγες.

Το βράδυ καθώς γύρναγε στο αετοσπιτάκι
βρωμόχορτο λύγιζε πάνω του τα μάτια του να φράξει,
γιατί το ΄λεγε δίσεκτο και ήθελε να το διώξει
και τις φτερούγες του μάδαγε, να μη ξαναπετάξει.

Κι αυτό το αετόπουλο περήφανο, γενναίο,
για τα χαμένα του όνειρα μονάχο του πενθούσε,
λίγη στοργή, που μόνιμα στερήθηκε στα βράχια,
από άγριο λύκο και θεριά επίμονα ζητούσε.,Β.Α.

Τετάρτη 16 Ιουνίου 2021

νοσταλγία

Η σκέψη μου πάντα
κοντά σου κατοικεί
και στα όμορφα τα χέρια σου
για πάντα είναι δεμένη
παίρνει κάθε τόσο
την άγια σου μορφή
και για σεργιάνι
βγαίνει στολισμένη.
Είναι οι ώρες οι ακριβές
οι τρυφερές,
που την αγάπη και τη σκέψη,
διαφεντεύουν
είναι οι νύμφες στα λευκά
οι τρυφερές
και στης ήρεμης λίμνης
τον καθρέφτη σε γυρεύουν.
Κάποιες φορές σκύβω
να πιάσω της μορφής το είδωλό σου
μα τα λιμνοπούλια
με τις φτερούγες
το χαλούν
κι όταν τα χείλη μου
πλησιάζουν τα δυο σου χείλη
νοιώθω στ΄αλήθεια
πως είναι αυτά, που με φιλούν..B.A.

Τρίτη 15 Ιουνίου 2021

Κάτω από το φεγγάρι

Δυο σκιές, δυο αγκαλιές στο όμορφο ακρογιάλι
περίμεναν του φεγγαριού τον κύκλο τον κλειστό,
δυο αγκαλιές του έρωτα στης ομορφιάς το σάλι,
γράψανε με φεγγαρόσκονη το πρώτο τους σ΄αγαπώ.

Τα μάτια τους ελαμπύριζαν αυτόφωτοι πλανήτες,
μπροστά στο φεγγαρόφωτο, που φάνταζε χλωμό
και τα φιλιά και οι καρδιές του έρωτα μαγνήτες,
τα νυχτοπούλια τρόμαζαν, που κούρνιαζαν σωρό.

΄Στο κάθε τους χαμόγελο και το φεγγάρι λάμπει
καθώς πάσχιζε φιλότιμα να φέξει πιο πολύ
και στο φεγγάρι δάνεισαν το χρώμα τους οι κάμποι
για να βαφτούν οι αγκαλιές με χρώμα μπλε βαθύ.

Η θάλασσα στα πόδια τους αγάπη κρουσταλλένια
ζήλευε, που η αγκάλη της έμεινε ορφανή
και μ΄ένα κύμα σιγανό και φύκια σμαραγδένια
ευχήθηκε στην αγάπη τους να ΄ναι παντοτινή...Β.Α.

ανέφικτη επιστροφή

Μαζί σου έχω ζήσει τ΄ανέσπερο κι αμόλυντο αστέρι τ΄ουρανού
κι η σκέψη πάντα ακοίμητη κοντά σου πάντα μένει,
τώρα κοιμάται ανέμελη στα βάθη κάποιου νου,
μια επιστροφή ανέφικτη άδικα περιμένει
σε μια άκρη χωματόδρομου, σε μια άκρη γυρισμού.

Πέρασαν χρόνια κι εποχές που η καρδιά κυριαρχούσε
κι ένα φιλί επίμονα με ρήτρα γλυκιάς πνοής,
με δίψα υπερκόσμια χείλη γλυκά ζητούσε
κι ένα νερό σαν κρύσταλλο κάποιας μικρής πηγής,
γι΄αυτή την καρδιά του έρωτα, που αγάπη αποζητούσε.

Μα η επιστροφή ξεμάκρυνε γινόταν ένα σημάδι,
ένα ελάχιστο μικρό και άψυχο στολίδι,
πάσχισε όσο μπόρεσε το χάρτινο υφάδι
και κόπηκε σε μια στιγμή μ΄απάνθρωπο ψαλίδι,
ας γίνει η πληγή φιλί, το δάκρυ ας γίνει χάδι..Β.Α.

η αγράμπελη κοκκίνισε

 

Μες στου φθινόπωρου την ήρεμη νοσταλγία,
μάγισσα η αγράμπελη στον τοίχο μας σκαρφαλώνει,
με δύναμη που της δώρισε κάποια κρυφή αγία,
και παρόλο το κρυόβροχο, όλο και μεγαλώνει.

Ο τοίχος μας φθινοπωρινός μαζί της όλο μαλώνει,
γιατί ζωϋφια ακάλεστα τα φύλλα της κάναν σπίτι
και ο κορμός της στη γλάστρα μας συνέχεια μεγαλώνει
και στέλνει φιλιά σ΄ αυγερινό φιλιά σ΄ αποσπερίτη.

Κι ένα πρωινό με φιλόβροχο με παγωνιάς σταγόνες,
άξαφνα η αγράμπελη κόκκινο πήρε χρώμα,
δανείστηκαν το κατακόκκινο ρούχο κι οι ανεμώνες
και θάψανε τη λύπη τους βαθιά μέσα στο χώμα.

Κάμπιες ισορροπούσανε στα φύλλα που κρεμόταν
με δύναμη κι υπομονή κρατιόταν απ΄τα χέρια,
ώσπου ερχόταν η νυχτιά και το άλικο χανόταν,
καθώς λαμπίδες πέταγαν κι άναβαν αγιοκέρια...Β.Α.

Δευτέρα 14 Ιουνίου 2021

σε ώρες ατέλειωτες

Πάλι στο χρόνο ο νους μου τριγυρνά
μια χίμαιρα η ζωή μου ζωντανεύει
και μέσα στην πρώτη νύχτα σιγανά
για μια χαρά με άδεια χέρια ζητιανεύει.

Φύσα αγέρι σαν μουσική απαλά
σ΄αυτές τις νύχτες μια καρδιά παραμονεύει
να τιθασεύσει ένα χέρι σαν οχιά
κι ένα ταγκό σε κρύα πίστα να χορεύει.

Ξημέρωσαν πάλι καινούργιες ώρες
και μέχρι να φύγουν έχουνε καιρό,
σε άλλα μέρη θα κατευθυνθούν οι μπόρες
μέχρι να φτάσουν στο αντίο τού σ΄αγαπώ.

Με γυάλινα μάτια τα πουλιά όλα κοιτάζουν
αν κάποτε φύγουν τα γκρίζα τα στοιχειά
τ΄ουρανού κι αν κάποτε αφήσουν λίγο δρόμο,
να φτιάξουν μια φωλιά σε άλλη γη,
φτιαγμένη από σάλιο κι από χώμα...Β.Α.

φτωχή αγάπη

Σαν ήρθε ο έρωτας στη γη καμπάνες πρωινές
σημάνανε από μόνες τους αρχή μιας ευτυχίας,
γίνανε στάχτη όλες οι ξεδιάντροπες φωνές,
άθλιο μέρος μιας ξεδιάντροπης επαιτείας.

Κι εσύ αγάπη με τη φτωχή σου τη μιλιά,
σήκωσες το ανάστημα και την ψυχή στ' αστέρια,
μοιράσου τώρα άξια τη θεία φεγγοβολιά
και κράτα τον ήλιο σταθερά στα δυο σου χέρια.

Στη δόλια ψυχή μου ακουμπά το κοίταγμά σου,
από τα μακρινά ουράνια ο Αυγερινός μας βλέπει,
πύρινη η ματιά και αετού το πέταγμά σου,
νοιώθω την αγάπη σου ενός τεχνίτη σκέπη.

Ακέραιη φλέγεται μέσα μου η σιωπή,
αυτή, που κουβαλούσα με κόπο κάθε τόσο,
από τη σκέψη μου δεν φεύγεις ούτε στιγμή
μόνο θέλω μ΄ένα σου γεια τη θλίψη να σκοτώσω.

Είσαι αυτό, που μου χάρισε στη φωτιά,
μια απρόσμενη και δροσερή μια μπόρα
κι έγινε η ζωή μου φίλη με στοιχειά
και ας στοίχειωσε το τότε με το τώρα..Β.Α.

Κυριακή 13 Ιουνίου 2021

Ο γέρος ποιητής

Βαριά τα βήματα και χέρια πίσω πλεγμένα
κορμί, που το θρυμμάτισαν οι πίκρες μιας ζωής,
στίχοι μεστοί, που γράφτηκαν με χέρια ροζιασμένα,
λέξεις με χρώμα νεανικό, κάποιας μικρής στιγμής.

Περβόλια εζωγράφιζαν τα ανθισμένα χέρια
και μπούκλες, που τις έπλεκαν μ΄ανέμη στρογγυλή,
στίχοι πετούσαν δω κι εκεί σαν άλλα περιστέρια
και κάθε στροφή μοναδική σαν νάταν η στερνή.

Μολύβια και στρατσόχαρτα ριγμένα σε γραφείο,
που έμοιαζε νάναι ένας βωμός αρχαίος ιερός
και πνεύμα που προσέγγιζε κάποτε πνεύμα θείο
και κάθε σκέψη αφορμή, σαν νάτανε χρησμός.

Τα χρόνια πέρασαν γοργά νεκρός μέσα στο κρύο,
χάθηκε και θάφτηκε, ποιος ξέρει σε ποια γωνιά,
οι στίχοι, που περισώθηκαν έγιναν πια βιβλίο,
που ερωτική στους έφηβους ανοίγει αγκαλιά...Β.Α.

Το παλιό βιολί

Κρεμάστηκε σε τοίχο μουσκεμένο από αναμνήσεις
και οι χορδές του ανάκατες, σε ξύλο σαπισμένο,
χορδές που έπαλλαν κάποτε με ήχους παραδεισένιους
κι άκουγε πλήθος άμορφο, με δέος, σαστισμένο.

Πουλιά, που πέρναγαν από κει, με ράμφος όλο αγάπη,
κουρνιάζαν όλα απέναντι μαζεύοντας χορτάρι,
για κάποιες φωλιές, που έχτιζαν στ΄αντικρυνό σπιτάκι
κι ήθελαν με τις φτερούγες τους να πιάσουν το δοξάρι.

Αυτό το βιολί, που σάπισε στα χρόνια και στα μίση,
ακόμη ηχεί με ήχους ουράνιους κι αόρατα δυο χέρια,
μ΄αδέξια δάχτυλα μωρού, σαν νάναι παιχνιδάκι,
με πεθυμιές να παίξουνε βιολί χιλιάδες περιστέρια.

Ο βιολιστής χάθηκε κανείς πια δεν τον ξέρει,
που πήγε; και τι έγινε το μάγουλο που ακουμπούσε;
στο εβένινο το ξύλο του, χτυπώντας το δοξάρι;
μα το βιολί συνέχεια μαέστρο αναζητούσε.

Ωσπου μια μέρα ξεκούρντιστο απ΄ αδράνεια λαβωμένο,
κάποια χέρια θλιβερά και άμουσα το σηκώσαν,
με το δοξάρι του μαζί άτσαλα το κρατήσαν
και σε σκουπίδια ένα σωρό σαν λάφυρο το δώσαν.

Αμέσως ήρθαν γύρω του τα άλλα τα σκουπίδια
και για να μάθουνε γι΄αυτό όλο και ερωτούσαν,
κάποια απλά το κοίταζαν με δέος και θαυμασμό
κι άλλα δίπλα του παράστεκαν και το μοιρολογούσαν.,,Β.Α.

Σάββατο 12 Ιουνίου 2021

Ελλάδα κι Ορθοδοξία

Το χώμα σου ιερό από τα χρόνια τα παλιά,
ποτάμι το αίμα των ηρώων σου Πατρίδα,
για σένα γράφω και ετούτη τη φορά,
γιατί σ΄εσένα του ήλιου το φως το πρωτοείδα.

Απ΄τα ρυάκια σου ήπια το γάργαρο νερό
της αθανασίας, την αγάπη και τη μοίρα,
μοιράστηκα τη θλίψη σου μέσα στον καιρό
και των ανόητων εχθρών, τα λόγια τους τα στείρα.

Διαμάντια έχεις τώρα ριγμένα στο γιαλό,
νησάκια που προβάλλουν μέσα απ΄ το κύμα,
στα ήρεμα νερά σου, τα γαλάζια λαχταρώ,
να κάνω της ζωής μου το στερνό το βήμα.

Ελλάδα μου! η Ιστορία σου στα ουράνια κατοικεί
και στις ψυχές μας σε μια πανάκριβη μια κόχη,
ο Χριστός από ψηλά, με αγιασμό σε ευλογεί,
με του Αι Δημήτρη το απαλό το πρωτοβρόχι.,,Β.Α.

το πευκοδάσος

Μία υπέροχη μυρωδιά από καυτές βελόνες,
πλησίασαν και μου έδωσαν μία γλυκιά πνοή,
καφέ κορμοί σμιλεύτηκαν σαν όμορφες κολώνες
κι ανέδυαν μια θεϊκή υπερκόσμια μορφή.

Πάνω στα ήσυχα κλαριά, που ακουμπούσαν βρύα,
μιλιούνια κάτασπρα πουλιά χτίζανε τις φωλιές
κι αντιλαλούσε η μοναξιά στα βράδια τους τα κρύα
και όρκους πίστης αντάλλαζαν του έρωτα καρδιές.

Αυτός ο λόφος μαγικός σκαρφαλωμένα δέντρα,
που γέρνανε με ευλάβεια σε αλμυρή αγκαλιά,
τα λύγιζε, τα λίκνιζε, η φύση η αφέντρα
και θέλαν να πιουν τη θάλασσα όλη με μια γουλιά.

Κάτω στο βελονόδασος νάσου κι ένας πετρίτης,
να κλαίει την αγάπη του που έχασε νωρίς,
ευθύς κοντά του έφτασε μικρός αποσπερίτης,
την αγκαλιά του άνοιξε σαν μάνα του θαρρείς.,,B.A.

Χορεύοντας στη βροχή

Θέλω μια μέρα μουντή και βροχερή,
παρέα μαζί σου στη βροχή να χορέψω,
οι στάλες να μας μουσκέψουν ως την κορφή,
να τρέχω σαν τρελός στη ζωή να σε γυρέψω.

Αγκαλιασμένοι σφιχτά σε χείμαρρο βαθύ,
ν΄αδιαφορούμε για τη λάσπη και το χώμα,
η βροχή τα βήματά μας να οδηγεί
δύο ψυχές στην αχλή του νερού σ΄ένα σώμα.

Ο πρώτος χορός θέλω νάναι ένα ταγκό,
ένα παλιό νοσταλγικό του αττίκ τραγούδι
η λάσπη στο δρόμο να γράφει “σ΄αγαπώ”
και τα λασπόνερα να γίνουν ένα καφέ λουλούδι.

Έπειτα θέλω να σου χορέψω μια ζεμπεκιά
τα κρίνα χέρια σου τον τόνο να μου δίνουν
η μπόρα να κρατά τα μάτια μου κλειστά
και οι βροντές να σε βλέπουν και να σβήνουν.

Κι αφού γίνουμε μουσκίδι κι οι δυο,
θέλω από σένα σαν οδαλίσκη να χορέψεις
ένα παθιάρικο σμυρνέικο χορό,
και σαν νεράιδα τους κεραυνούς να τιθασέψεις.

Κι όταν ο Δίας γοητευμένος θα σε δει,
θα στείλει μήνυμα αυστηρό στους κεραυνούς του
να μην αγγίξουν μια αγάπη αληθινή,
κι ας μη σεβάστηκε τους θεϊκούς θυμούς του.

Έτσι στο χείμαρρο με λάσπες ένα σωρό,
να τελειώσουν οι χοροί μας μέσ΄στο δρόμο,
να μείνει κάποιο δάκρυ της μοίρας απαλό
καθώς θα πιάνει ο ένας τον άλλον απ΄τον ώμο.

Μετά μουσκίδι ,να ψάξουμε υπόστεγο μικρό
μέχρι να σταματήσει κι η ψιχάλα την ορμή της,
κι ας βράζει κάποια αστραπή από θυμό,
που αψηφίσαμε κι οι δυο τη δύναμή της....Β.Α.

ένα αστέρι


Ένα αστέρι ξέφυγε στου πέλαγου την πόρτα
κι άνοιξε τα θεμέλια μιας σκοτεινής σπηλιάς,
ήταν μονάκριβο, μικρό, του άπειρου αδελφάκι,
που με απόχη πάλευε να πιάσει ο ψαράς.
Αστέρι τόσο μακρινό δεν είδε η θάλασσά μας,
το ορθολίθι ούτε φαντάστηκε, ούτε είχε ξαναδεί,
τσούρμο τα ψάρια τρέχανε στα βράχια να κρυφτούνε,
γιατί το αστέρι τα θάμπωνε και ζάλιζε πολύ.
Η βάρκα ακυβέρνητη με τα κουπιά ανοιγμένα,
κοίταζε και διπλάρωνε στην πέτρινη σπηλιά,
και το αστέρι φώτιζε, σαν ένα πυροφάνι
σαν νάθελε πιο πλούσια να κάνει την ψαριά.
Αυτό τα αστέρι χάθηκε στης θάλασσας τα βράχια,
τα κύματα δεν το άφησαν λαμπρό να αναδυθεί,
μόνο τη βάρκα κοίταζε κάτω από άβυσσα βάθη,
μήπως κι αγάπης όστρακο στα ύφαλα βρεθεί...Β.Α.

βραδινή προβολή


Ένα ζευγάρι απόμερα μια νύχτα εστεκόταν
σε γκρεμισμένη είσοδο παμπάλαιου σινεμά,
μες στο σκοτάδι της νυχτιάς μόλις που εφαινόταν
με τρυφεράδα και στοργή κρατιόταν αγκαλιά.
Περαστικοί παράξενα και πείσμωνα τους κοιτούσαν,
σαν να ΄ταν μια παράσταση γι΄αυτούς θεατρική
κι ύστερα συνεχίζανε πάλι και συζητούσαν
πως η ζωή είναι θέατρο και θέατρο η ζωή.
Μια κωμωδία δίπλα τους «προσεχώς» διαφημιζόταν,
φωτογραφίες, που μπήκανε κάποτε στο γυαλί,
κιτρινισμένοι κι οι κωμικοί όλο και υποσχόταν
πως θα γελούσε με δάκρυα αυτός που θα τους δει.
Και το ζευγάρι αδιάφορο τον έρωτά του ζούσε,
χωρίς ποτέ στα αισθήματα να γράψει «προσεχώς»
και οι δύο και ο καθένας τους για την αγάπη ζούσε
κι ήταν μια ευτυχία ανείπωτη στο λιγοστό το φως.
Τα έδωσαν όλα οι κωμικοί το κρύο εκείνο βράδι,
το έργο τους «προβλήθηκε» σε γκρίζο μουσαμά,
οι μηχανές στροβίλιζαν το φως τους στο σκοτάδι
κι η κωμωδία έβγαλε γέλια αληθινά...Β.Α.

Παρασκευή 11 Ιουνίου 2021

μια φωλιά

Πουλιά που ξενιτεύτηκαν πίσω ξαναγυρίζουν
με τα μικρά τους αγκαλιά τον ήλιο χαιρετούν
με τα φτερά τους ανοιχτά, πετάνε και ελπίζουν,
πως τη φωλιά τους ανέγγιχτη πάλι θα ξαναβρούν.

Μέσα στην όμορφη φωλιά με πούπουλα και βρύα
που η αγάπη σκάρωσε και η λατρεία θαρρείς,
μακριά του ανέμου η αχλή και του αητού η βία,
τους περιμένει κάμαρη, που θάθελες να ζεις.

Της ξενιτιάς η ανάμνηση χάθηκε μες στο χρόνο
του γυρισμού η ανάσταση γιορτάζεται με μιας
το πέταγμα, που μάτωσε και στέριωσε τον πόνο,
τώρα γλυκειά αντάμωση μιας φίλης γειτονιάς.

Όταν και πάλι ο καιρός τα φύλλα θα τα ρίξει,
και η ανέμη η άπονη θα αλλάξει τους καιρούς,
μπροστά η μανούλα περήφανη το δρόμο θα τα δείξει
να ξαναβρούνε πάλι της ξενιτιάς καημούς..Β.Α.

Πέμπτη 10 Ιουνίου 2021

το φεγγαρένιο παραθυράκι


Μικρό σπιτάκι στην κορφή, γρανίτης στα πλευρά του,
μεγάλα τ΄ακρόλιθα με τέχνη στιβαγμένα,
λάσπη βαλμένη ανάμεσα με λίγα κενά στην άκρη,
να χτίζουν τα χαμόπουλα φωλιά που προστατεύει.

Κι επάνω ένα παράθυρο σάπιο από το χρόνο,
πιο πίσω μια γκαζόλαμπα το βράδυ τόκανε μέρα,
για να φωτίζει, να διαπερνά,
τις ξέπλεκες κοτσίδες.

Κάποιος διαβάτης στέκεται ,το παραθύρι βλέπει,
του λέει ένα «ευχαριστώ, απόκοσμο φεγγάρι,
που με μια λαμπίτσα γυάλινη
το δρόμο μου φωτίζεις».

Όλα τα γύρω της νυχτιάς είναι σκοτεινιασμένα,
μόνο το παραθύρι μας
μυλόπετρα μες τη νύχτα,
τα μαύρα τα κάνει κάτασπρα και τα σκοτάδια μέρα.

Όσες σκιές κι αν το διαβούν αυτό θάναι το ίδιο,
δίπλα θα ανάβει ευλαβικά η κόρη το καντήλι,
θα φέγγει η γκαζόλαμπα το γκάζι κι αν στερέψει,
ακόμα κι αν κάποια μάγισσα της κλέψει το φιτίλι...Β.Α.

ψάξε να με βρεις....

Ψάξε στων ονείρων το κιτάπι
μήπως και βρεις κάποιο όνομα γνωστό,
άνοιξε της αγάπης το ντουλάπι
και δες αν μέσα του είμαι κι εγώ...Β.Α.

θαλασσινό


Αχ! αυτό το κύμα του Γαρμπή,
στην καρδιά μου αφρισμένο πάει να σβήσει,
μου είπες πως κανείς δεν θα μ΄αγαπήσει
όπως εγώ και η σκυλίτσα σου η πιστή.

Αρμένιζα Τρωάδα κι Ινδικό,
νησιώτικο πάντα το τραγούδι,
ζαφειρένιο της αυγής μας το λουλούδι,
κάθε μπάρκο ένα αντίο τρυφερό.

Πέτρινα πόρτο βίζιτες σωρό,
μάτια μαύρα και γαλάζια με γυρεύουν,
καλλίγραμμες τροτέζες με σαγηνεύουν
μ΄έναν απαίσιο και ψεύτικο χορό.

Και συλλογιέμαι, συλλογιέμαι το Ρηνιώ
στη στεριά αν θα με βγάλουνε τα μπάντα,
τώρα με μια Μαρία και μια Άντα
θα ταξιδέψω με καιρό νυχτερινό...Β.Α.

Τετάρτη 9 Ιουνίου 2021

μια στάλα

Μια μικρή στάλα μα τόσο σημαντική,
από δάκρυ, από βροχή, από αγάπη,
που αφήνει όνειρα γυμνά, ατέλειωτα,
γιατί το όχι τους και το ναι τους είναι μαζί,
μαζί να ζουν και να πεθαίνουν.
Απόψε θέλω να κάνω μια ευχή,
αυτή η στάλα αγάπης να γίνει μια μικρή λίμνη,
ένα ποτάμι, που θα σέβεται
τα μικρά αθώα χορτάρια,
που θα βρίσκονται στην κοίτη του,
που θα παρακάμπτει τον εργατικό ψαρά
και θα τον προστατεύει από κάθε είδους ναυάγια,
όταν η ψαριά θα είναι πλούσια και το τραπέζι
πάντα γεμάτο, όπου η καρδιά θα παίρνει το μερτικό της.
Μια στάλα λοιπόν χαράς, αγάπης και οίκτου,
γι΄αυτούς, που μας πόνεσαν άθελα ίσως,
αλλά μας πόνεσαν με άφρονα λόγια και ιδέες,
μπορεί, να είναι γραμμένο στις μοίρας τα κατάστιχα,
μερικοί να πονούν περισσότερο από άλλους,
να διψούν για μια στάλα δάκρυ ανακούφισης
και να γυρνούν στη μοναξιά τους μόνοι,
εκεί όπου τους έχει τάξει η ζωή...Β.Α.