Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2022
ΤΟ ΒΑΛΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
Η αγάπη του χειμώνα
Δεν θέλω να γυρίσει ο λογισμός στην πρώτη νιότη
κι ας άργησε η αγάπη σου να έρθει ως εδώ,
εγώ προτιμώ του Γεναριού τα ατέλειωτα τα σκότη
και μια αγκαλιά φθινόπωρου να λέει σ΄αγαπώ.
Τι κι αν επέρασε η ζωή και η όμορφη εικόνα,
με χείλη, που μαράθηκαν να λένε το σ΄αγαπώ,
να μ΄αγκαλιάζουν τα χέρια σου σαν άλικη ανεμώνα
και να μου λες μη φοβηθείς για σένα είμαι εγώ.
Δεν θέλω τις καλοκαιριές του Μάρτη, που ανθίζουν
οι ροζ και άσπρες μυγδαλιές, που άνοιξη προμηνούν,
θέλω σε Δεκέμβρη ξερόκλαδα πουλιά να τιτιβίζουν
και έξω απ΄το τζάμι το θαμπό ψίχουλα να ζητούν.
Μου φτάνει, που θα μ΄αγαπάς το λάδι κι ας τελειώνει
και θέλω ατόφια τη σιωπή σε ήρεμο χειμώνα
κι απέναντί μου η στοργή, το χιόνι να το λειώνει,
τα χείλη σου ποθώ ν΄ασπάζομαι σαν ιερή εικόνα.
Κι όταν Απρίλης ύπουλος δίπλα μου θα πλευρίσει,
θέλω μια αγκαλιά σου τρυφερή, που τόσο λαχταρώ,
τι κι αν δρεπάνι άκαρδο, να φύγω θα ζητήσει,
εγώ θα έχω έτοιμο αυτό, που θα σου πω.
Βασίλης Ανδρονίδης
Ποιητής-Λογοτέχνης
Η φωνή σου
Βρυσούλα που ρέει ράθυμα είν΄η γλυκιά φωνή σου
αυτή, που περνάει από κλαριά μ΄αθάνατο νερό
κι αποζητάει τα κλαριά σαν έρθει καλοκαίρι
και το χειμώνα αγκαλιά στο κρύο το σκληρό.
Θέλω την όμορφη φωνή, να έχω πάντα για στρώμα
και να ξαπλώνω το κορμί, που πόνεσε πολύ,
να την ακούω κελαριστή γλυκά ν΄αποκοιμιέμαι
με ήχους από το πέταγμα κάποιου αετού μαζί.
Κι όταν θα μ΄αγκαλιάζεις ξαφνικά με της φωνής τ΄αγέρι,
όρκοι από κρύα όστρακα ως στην καρδιά θα φτάνουν,
κλωνάρια και πευκόδεντρα το βουητό θ΄αρχίζουν
τριζόνια ασταμάτητα σεγόντο θα σου κάνουν.
Ας είναι η γλυκιά φωνή σύννεφα, που πλαγιάζουν
κι ονείρατα απλησίαστα κάνουν μέσ΄στη σιωπή,
από εκκλησιά του Σύμπαντος ο ήχος της φωνής σου
θα ψάλλει με ήχους αγάπης πλάγιους ωδή βυζαντινή.
Βασίλης Ανδρονίδης
Μια βάρκα στη λίμνη
‘Εχω μια βάρκα κάτασπρη που γράφει το όνομά μου
σε λίμνη χρυσοκέντητη με φύλλα, που κολυμπούν
στην άκρη κάνουν τα πουλιά καθώς πετούν κοντά μου
και άγριες θλίψεις που πέρασα τρέχουνε να κρυφτούν.
σαν χέρια που ξεστράτησαν και μ΄ είδαν ξαφνικά
μαζί όλοι φυθιρίζουμε τραγούδια αγαπημένα
και μας πηγαίνει μακριά κάποια αστροφεγγιά.
Κι ύστερα η λιμνούλα μου με μια αγκαλιά δική της
αγκαλιάζει με μια κυματησιά τη βάρκα τη μικρή
και στο σκαρί που γέρασε αφήνει το φιλί της
να νιώσει έστω στα στερνά κι αυτό λίγη στοργή.
Αχ! το κουπί από λιόξυλο κουράστηκε κι εκείνο
να λάμνει στη λίμνη συνεχώς σαν σύντροφος πιστός
τότε εγώ πανί κατάλευκο στον άνεμο αφήνω
και στο κουπί που γέρασε γέρνω σιωπηλός
Και το ταξίδι μου αυτό τη λίμνη την αφήνει
κι αυτή θα μένει ήρεμη και θάναι πάντα εκεί
μόνο που το δικό μου το κορμί με τη βάρκα θ΄αργοσβήνει
θ΄αναρωτιόμαστε κι οι δυο πως πέρασε η ζωή.
Βασίλης Ανδρονίδης
το παλιό βιολί
Κρεμάστηκε σε τοίχο μουσκεμένο από
αναμνήσεις
αναμνήσεις
και οι χορδές του ανάκατες, σε ξύλο σαπισμένο,
χορδές που έπαλλαν κάποτε με ήχους παραδεισένιους
κι άκουγε πλήθος άμορφο, με δέος, σαστισμένο.
Πουλιά, που πέρναγαν από κει, με ράμφος όλο αγάπη,
κουρνιάζαν όλα απέναντι μαζεύοντας χορτάρι,
για κάποιες φωλιές, που έχτιζαν στ΄αντικρυνό σπιτάκι
κι ήθελαν με τις φτερούγες τους να πιάσουν το δοξάρι.
Αυτό το βιολί, που σάπισε στα χρόνια και στα μίση,
ακόμη ηχεί με ήχους ουράνιους κι αόρατα δυο χέρια,
μ΄αδέξια δάχτυλα μωρού, σαν νάναι παιχνιδάκι,
με πεθυμιές να παίξουνε βιολί χιλιάδες περιστέρια.
Ο βιολιστής χάθηκε κανείς πια δεν τον ξέρει,
που πήγε; και τι έγινε το μάγουλο που ακουμπούσε;
στο εβένινο το ξύλο του, χτυπώντας το δοξάρι;
μα το βιολί συνέχεια μαέστρο αναζητούσε.
Ωσπου μια μέρα ξεκούρντιστο απ΄ αδράνεια λαβωμένο,
κάποια χέρια θλιβερά και άμουσα το σηκώσαν,
με το δοξάρι του μαζί άτσαλα το κρατήσαν
και σε σκουπίδια ένα σωρό σαν λάφυρο το δώσαν.
Αμέσως ήρθαν γύρω του τα άλλα τα σκουπίδια
και για να μάθουνε γι΄αυτό όλο και ερωτούσαν,
κάποια απλά το κοίταζαν με δέος και θαυμασμό
κι άλλα δίπλα του παράστεκαν και το μοιρολογούσαν.,,Β.Α.
Βασίλης Ανδρονίδης
ποιητής - λογοτέχνης
βροχή και δάκρυα
Κάποιος θεός πάλι θύμωσε μαζί μου
και φύσηξε στων σύννεφων τον ώμο,
είναι πια λεύτερα μαζί να ταξιδέψουν,
να πάρουν τον ουράνιό τους δρόμο.
Τα χνώτα τους τα νοιώθω στην ψυχή,
να κόβουν βόλτες κι εφιάλτες να νοτίζουν,
μόλις με δουν με όρθιο κι αλύγιστο κορμί
πικρόχολα και ύπουλα αρχίζουν, να με βρίζουν.
Δεν τα φοβάμαι τα σύννεφα τα γκρίζα
είναι οι άσπλαχνοι του Αίολου οι γιοι,
αν πλησιάσουν ετοιμάζω μια κοτρώνα
και δεν φοβάμαι αν με μισήσουν κι οι θεοί.
Έχω στην αγκαλιά μου τη μικρή μόνο εσένα,
τα γκρίζα σύννεφα ας πάνε να φέρουν τη βροχή,
στα μάγουλά μου θα σκάψω δυο αυλάκια
και απ΄τα μάτια μου η πλημμύρα θα χαθεί...Β.Α.
Βασίλης Ανδρονίδης
αναζητώντας τον έρωτα
αναζητώντας τον έρωτα
Ήρθεν η άνοιξη κομψή του ήλιου θυγατέρα
κι άστραψαν ερωτικά όλα πάνω στη γη
και τα στοιχειά και τα βουνά και τα λιβάδια πέρα
αρχίσαν να ανασαίνουνε με ερωτική πνοή.
Και τα άγρια και τα ήμερα κι όσα ζωή δεν έχουν
τα δώσαν όλα σε μια στιγμή τον έρωτα να βρουν
ως και ρυάκια ατίθασα που και στη δίψα αντέχουν
αλλάξανε το δρόμο τους για να ερωτευτούν.
Στις πιο ψηλές βουνοκορφές ελιώσανε τα χιόνια
τραβήξαν όλα στο νοτιά το ταίρι τους να βρουν
ακόμη κι οι ώρες αγάπησαν και ρώτησαν τα χρόνια
αν και αυτές τον έρωτα μπορούν να τον γευτούν.
Όλα τα ζώα και στοιχειά στου έρωτα το στόμα
ματώθηκαν γυρεύοντας το άλλο τους μισό
με νύχια σκαλίζοντας κρυφά ξαπλώθηκαν στο χώμα
με τη λαχτάρα αγκαλιά να πουν το σ΄ αγαπώ….Β.Α.
Βασίλης Ανδρονίδης
Στην παλιά ταβέρνα
Σκουμπρί και ρέγγα καπνιστή με λίγο γιοματάρι
μια μέρα κουτσοπίναμε δυο τρεις στο καπηλειό
και πώς έφτασε δυόμισι δεν πήραμε χαμπάρι
και πώς η ώρα πέρασε με λίγο κρασί παλιό.
με τεμπεσίρι βρώμικο, τον γράφει σιωπηλά
κι ένας γέρος τον κοιτά και τόνε βλαστημάει,
γιατί το κρασί και ο μεζές στοίχιζαν ακριβά.
Στο τοίχο ο κατάλογος γυρτός στραβοβαλμένος
λιαστό χταπόδι και κολιούς και ρέγγες διαλαλούσε,
πίσω ένας γέρος μοναχός λίγο κακοντυμένος,
τα λίγα πούχε επάνω του με τάξη τα μετρούσε.
σε μαύρο ξύλο γράφτηκε και το""ούζο με μεζέ""
χέρια με ρόζους δυνατά, ποτήρια εκρατούσαν,
άλλοι κρυφά ζητούσανε να πιούνε βερεσέ,
κι άλλοι γελώντας ηδονικά το ντόπιο κρασί ρουφούσαν....
Τσαχπίνα η ταβερνιάρισα με νάζι τηγανίζει
και η ταρίφα ρεφενέ φουσκώνει στο χαρτί
τσίκνα απ΄την κουζίνα της ορμά και τους τσικνίζει
τον παραγιό φωνάζουνε για δεύτερο κρασί.
Μετά από ώρα τραυλίζοντας με κόπο σηκωθήκαν
και ζαλισμένοι αγκαλιά απ΄το πολύ πιοτό
φάλτσα να τραγουδήσουνε όλοι μαζί βαλθήκαν
παλιές αγάπες στήσανε μαζί μ΄αυτούς χορό.
Είν΄η ζωή ένα κρασί, κρασί, που σε γλεντάει
και κάθε τόσο σε γυρνά πιο πίσω στον καιρό
και το μεθύσι έρχεται κι ανάβει όσο πάει,
πίνοντας μια αγάπη σου σαν νάναι κρασί παλιό.
Βασίλης Ανδρονίδης
αναμνήσεις από ταβέρνα της 10 ετίας 1950....
Ελλάδα κι Ορθοδοξία 28/10/1940
Το χώμα σου ιερό από τα χρόνια τα παλιά,
το ΟΧΙ έγραψες με το αίμα των ηρώων σου Πατρίδα,
για σένα γράφω και ετούτη τη φορά,
γιατί σ΄εσένα το φως του ήλιου πρωτοείδα.
Απ΄τα ρυάκια σου ήπια το γάργαρο νερό
μοιράστηκα θλίψη και αγωνίες στον καιρό
και των ανόητων εχθρών σου τα λόγια τους τα στείρα.
Στις Πίνδου τις πλαγιές η καρδιά μας πάντα θα μένει
εκεί που δοξάστηκε των Ελλήνων η ορμή
και της αθανασίας των παλικαριών τη μοίρα
εκεί που η ψυχή μας γυρνάει και προσμένει
να μπει σαν σε άγια εκκλησιά και να λειτουργηθεί.
και της αθανασίας των παλικαριών τη μοίρα
εκεί που η ψυχή μας γυρνάει και προσμένει
να μπει σαν σε άγια εκκλησιά και να λειτουργηθεί.
Διαμάντια έχεις τώρα ριγμένα στο γιαλό,
νησάκια που προβάλλουν μέσα από το κύμα,
στα ήρεμα νερά σου, τα γαλάζια λαχταρώ,
να κάνω της ζωής το στερνό μου βήμα.
Ελλάδα του 40 η Ιστορία σου στα ουράνια κατοικεί
και στις ψυχές μας σε μια πανάκριβη μια κόχη,
ο Χριστός από ψηλά, με αγιασμό να σε ευλογεί,
με του Αι Δημήτρη το απαλό το πρωτοβρόχι.
και στις ψυχές μας σε μια πανάκριβη μια κόχη,
ο Χριστός από ψηλά, με αγιασμό να σε ευλογεί,
με του Αι Δημήτρη το απαλό το πρωτοβρόχι.
Βασίλης Ανδρονίδης [ αφιέρωμα στο 40 ]
Τετάρτη 21 Σεπτεμβρίου 2022
στην γειτονιά μου
Σπίτια φτωχά μ΄αγράμπελη,
μοσχοβολιά της νύχτας,
που διώχνουν τ΄άγρια στοιχειά
κυρούλες με πάνες αστραφτερές
κρατούν μωρά στα χέρια
υφαίνουν τη νέα την ζωή
με ρόκα την αγάπη,
δεν έχει εδώ παράπονα,
μήτε βρισιές της μοίρας
μονάχα οι καλόκαρδοι
κατώφλι έχουν σημάδι,
το βράδυ το πεζούλι τους
θρόνος να βασιλέψει
ο έρωτας κυρίαρχος,
την θλίψη να κουρσέψει.
Βασίλης Ανδρονίδης
ο ξένος
Γεννήθηκα σε τρώγλη ταπεινή
γεμάτη σκουπίδια και λάσπες μπρος στην πόρτα
από μια χαραμάδα κοιτούσα τη ζωή,
Τον ήλιο κοιτούσα κάθε πρωινό,
που με αγάπη μου έστελνε το φως του,
σε μια γωνία σε κονοστάσι ταπεινό,
μ΄ευλάβεια στεκόμουνα εμπρός του.
Σε ξένους τόπους μ΄έφερε η μοίρα κάποιο πρωί,
με πείσμα σε ξένα χέρια τις ελπίδες μου ν΄αφήσω
και να γυρίσω κάποια μέρα εκεί όπου άρχισε η ζωή,
να μ΄αγκαλιάσει το άγιο χώμα σαν ξεψυχήσω.
Γύρισα ξένος σε μια πατρίδα μακρινή
με δυο πατρίδες που έζησα κοντά τους
ξένος εδώ, ξένος εκεί για μια ζωή,
με αναμνήσεις που αφήκα μακριά τους.
Τελευταία στροφή και να! το σπιτάκι μου θα δω,
εκεί που όνειρα και πίκρες έχω ζήσει,
ως ξένος σε ξένους δεύτερη φορά θα ξαναζώ
σε μια πατρίδα που θα μ΄ έχει λησμονήσει.
Βασίλης Ανδρονίδης
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)