Σκουμπρί και ρέγγα καπνιστή με λίγο γιοματάρι
μια μέρα κουτσοπίναμε δυο τρεις στο καπηλειό
και πώς έφτασε δυόμισι δεν πήραμε χαμπάρι
και πώς η ώρα πέρασε με λίγο κρασί παλιό.
με τεμπεσίρι βρώμικο, τον γράφει σιωπηλά
κι ένας γέρος τον κοιτά και τόνε βλαστημάει,
γιατί το κρασί και ο μεζές στοίχιζαν ακριβά.
Στο τοίχο ο κατάλογος γυρτός στραβοβαλμένος
λιαστό χταπόδι και κολιούς και ρέγγες διαλαλούσε,
πίσω ένας γέρος μοναχός λίγο κακοντυμένος,
τα λίγα πούχε επάνω του με τάξη τα μετρούσε.
σε μαύρο ξύλο γράφτηκε και το""ούζο με μεζέ""
χέρια με ρόζους δυνατά, ποτήρια εκρατούσαν,
άλλοι κρυφά ζητούσανε να πιούνε βερεσέ,
κι άλλοι γελώντας ηδονικά το ντόπιο κρασί ρουφούσαν....
Τσαχπίνα η ταβερνιάρισα με νάζι τηγανίζει
και η ταρίφα ρεφενέ φουσκώνει στο χαρτί
τσίκνα απ΄την κουζίνα της ορμά και τους τσικνίζει
τον παραγιό φωνάζουνε για δεύτερο κρασί.
Μετά από ώρα τραυλίζοντας με κόπο σηκωθήκαν
και ζαλισμένοι αγκαλιά απ΄το πολύ πιοτό
φάλτσα να τραγουδήσουνε όλοι μαζί βαλθήκαν
παλιές αγάπες στήσανε μαζί μ΄αυτούς χορό.
Είν΄η ζωή ένα κρασί, κρασί, που σε γλεντάει
και κάθε τόσο σε γυρνά πιο πίσω στον καιρό
και το μεθύσι έρχεται κι ανάβει όσο πάει,
πίνοντας μια αγάπη σου σαν νάναι κρασί παλιό.
Βασίλης Ανδρονίδης
αναμνήσεις από ταβέρνα της 10 ετίας 1950....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου