Δευτέρα 14 Ιουνίου 2021

φτωχή αγάπη

Σαν ήρθε ο έρωτας στη γη καμπάνες πρωινές
σημάνανε από μόνες τους αρχή μιας ευτυχίας,
γίνανε στάχτη όλες οι ξεδιάντροπες φωνές,
άθλιο μέρος μιας ξεδιάντροπης επαιτείας.

Κι εσύ αγάπη με τη φτωχή σου τη μιλιά,
σήκωσες το ανάστημα και την ψυχή στ' αστέρια,
μοιράσου τώρα άξια τη θεία φεγγοβολιά
και κράτα τον ήλιο σταθερά στα δυο σου χέρια.

Στη δόλια ψυχή μου ακουμπά το κοίταγμά σου,
από τα μακρινά ουράνια ο Αυγερινός μας βλέπει,
πύρινη η ματιά και αετού το πέταγμά σου,
νοιώθω την αγάπη σου ενός τεχνίτη σκέπη.

Ακέραιη φλέγεται μέσα μου η σιωπή,
αυτή, που κουβαλούσα με κόπο κάθε τόσο,
από τη σκέψη μου δεν φεύγεις ούτε στιγμή
μόνο θέλω μ΄ένα σου γεια τη θλίψη να σκοτώσω.

Είσαι αυτό, που μου χάρισε στη φωτιά,
μια απρόσμενη και δροσερή μια μπόρα
κι έγινε η ζωή μου φίλη με στοιχειά
και ας στοίχειωσε το τότε με το τώρα..Β.Α.

Κυριακή 13 Ιουνίου 2021

Ο γέρος ποιητής

Βαριά τα βήματα και χέρια πίσω πλεγμένα
κορμί, που το θρυμμάτισαν οι πίκρες μιας ζωής,
στίχοι μεστοί, που γράφτηκαν με χέρια ροζιασμένα,
λέξεις με χρώμα νεανικό, κάποιας μικρής στιγμής.

Περβόλια εζωγράφιζαν τα ανθισμένα χέρια
και μπούκλες, που τις έπλεκαν μ΄ανέμη στρογγυλή,
στίχοι πετούσαν δω κι εκεί σαν άλλα περιστέρια
και κάθε στροφή μοναδική σαν νάταν η στερνή.

Μολύβια και στρατσόχαρτα ριγμένα σε γραφείο,
που έμοιαζε νάναι ένας βωμός αρχαίος ιερός
και πνεύμα που προσέγγιζε κάποτε πνεύμα θείο
και κάθε σκέψη αφορμή, σαν νάτανε χρησμός.

Τα χρόνια πέρασαν γοργά νεκρός μέσα στο κρύο,
χάθηκε και θάφτηκε, ποιος ξέρει σε ποια γωνιά,
οι στίχοι, που περισώθηκαν έγιναν πια βιβλίο,
που ερωτική στους έφηβους ανοίγει αγκαλιά...Β.Α.

Το παλιό βιολί

Κρεμάστηκε σε τοίχο μουσκεμένο από αναμνήσεις
και οι χορδές του ανάκατες, σε ξύλο σαπισμένο,
χορδές που έπαλλαν κάποτε με ήχους παραδεισένιους
κι άκουγε πλήθος άμορφο, με δέος, σαστισμένο.

Πουλιά, που πέρναγαν από κει, με ράμφος όλο αγάπη,
κουρνιάζαν όλα απέναντι μαζεύοντας χορτάρι,
για κάποιες φωλιές, που έχτιζαν στ΄αντικρυνό σπιτάκι
κι ήθελαν με τις φτερούγες τους να πιάσουν το δοξάρι.

Αυτό το βιολί, που σάπισε στα χρόνια και στα μίση,
ακόμη ηχεί με ήχους ουράνιους κι αόρατα δυο χέρια,
μ΄αδέξια δάχτυλα μωρού, σαν νάναι παιχνιδάκι,
με πεθυμιές να παίξουνε βιολί χιλιάδες περιστέρια.

Ο βιολιστής χάθηκε κανείς πια δεν τον ξέρει,
που πήγε; και τι έγινε το μάγουλο που ακουμπούσε;
στο εβένινο το ξύλο του, χτυπώντας το δοξάρι;
μα το βιολί συνέχεια μαέστρο αναζητούσε.

Ωσπου μια μέρα ξεκούρντιστο απ΄ αδράνεια λαβωμένο,
κάποια χέρια θλιβερά και άμουσα το σηκώσαν,
με το δοξάρι του μαζί άτσαλα το κρατήσαν
και σε σκουπίδια ένα σωρό σαν λάφυρο το δώσαν.

Αμέσως ήρθαν γύρω του τα άλλα τα σκουπίδια
και για να μάθουνε γι΄αυτό όλο και ερωτούσαν,
κάποια απλά το κοίταζαν με δέος και θαυμασμό
κι άλλα δίπλα του παράστεκαν και το μοιρολογούσαν.,,Β.Α.