Κυριακή 13 Ιουνίου 2021

Ο γέρος ποιητής

Βαριά τα βήματα και χέρια πίσω πλεγμένα
κορμί, που το θρυμμάτισαν οι πίκρες μιας ζωής,
στίχοι μεστοί, που γράφτηκαν με χέρια ροζιασμένα,
λέξεις με χρώμα νεανικό, κάποιας μικρής στιγμής.

Περβόλια εζωγράφιζαν τα ανθισμένα χέρια
και μπούκλες, που τις έπλεκαν μ΄ανέμη στρογγυλή,
στίχοι πετούσαν δω κι εκεί σαν άλλα περιστέρια
και κάθε στροφή μοναδική σαν νάταν η στερνή.

Μολύβια και στρατσόχαρτα ριγμένα σε γραφείο,
που έμοιαζε νάναι ένας βωμός αρχαίος ιερός
και πνεύμα που προσέγγιζε κάποτε πνεύμα θείο
και κάθε σκέψη αφορμή, σαν νάτανε χρησμός.

Τα χρόνια πέρασαν γοργά νεκρός μέσα στο κρύο,
χάθηκε και θάφτηκε, ποιος ξέρει σε ποια γωνιά,
οι στίχοι, που περισώθηκαν έγιναν πια βιβλίο,
που ερωτική στους έφηβους ανοίγει αγκαλιά...Β.Α.

Το παλιό βιολί

Κρεμάστηκε σε τοίχο μουσκεμένο από αναμνήσεις
και οι χορδές του ανάκατες, σε ξύλο σαπισμένο,
χορδές που έπαλλαν κάποτε με ήχους παραδεισένιους
κι άκουγε πλήθος άμορφο, με δέος, σαστισμένο.

Πουλιά, που πέρναγαν από κει, με ράμφος όλο αγάπη,
κουρνιάζαν όλα απέναντι μαζεύοντας χορτάρι,
για κάποιες φωλιές, που έχτιζαν στ΄αντικρυνό σπιτάκι
κι ήθελαν με τις φτερούγες τους να πιάσουν το δοξάρι.

Αυτό το βιολί, που σάπισε στα χρόνια και στα μίση,
ακόμη ηχεί με ήχους ουράνιους κι αόρατα δυο χέρια,
μ΄αδέξια δάχτυλα μωρού, σαν νάναι παιχνιδάκι,
με πεθυμιές να παίξουνε βιολί χιλιάδες περιστέρια.

Ο βιολιστής χάθηκε κανείς πια δεν τον ξέρει,
που πήγε; και τι έγινε το μάγουλο που ακουμπούσε;
στο εβένινο το ξύλο του, χτυπώντας το δοξάρι;
μα το βιολί συνέχεια μαέστρο αναζητούσε.

Ωσπου μια μέρα ξεκούρντιστο απ΄ αδράνεια λαβωμένο,
κάποια χέρια θλιβερά και άμουσα το σηκώσαν,
με το δοξάρι του μαζί άτσαλα το κρατήσαν
και σε σκουπίδια ένα σωρό σαν λάφυρο το δώσαν.

Αμέσως ήρθαν γύρω του τα άλλα τα σκουπίδια
και για να μάθουνε γι΄αυτό όλο και ερωτούσαν,
κάποια απλά το κοίταζαν με δέος και θαυμασμό
κι άλλα δίπλα του παράστεκαν και το μοιρολογούσαν.,,Β.Α.

Σάββατο 12 Ιουνίου 2021

Ελλάδα κι Ορθοδοξία

Το χώμα σου ιερό από τα χρόνια τα παλιά,
ποτάμι το αίμα των ηρώων σου Πατρίδα,
για σένα γράφω και ετούτη τη φορά,
γιατί σ΄εσένα του ήλιου το φως το πρωτοείδα.

Απ΄τα ρυάκια σου ήπια το γάργαρο νερό
της αθανασίας, την αγάπη και τη μοίρα,
μοιράστηκα τη θλίψη σου μέσα στον καιρό
και των ανόητων εχθρών, τα λόγια τους τα στείρα.

Διαμάντια έχεις τώρα ριγμένα στο γιαλό,
νησάκια που προβάλλουν μέσα απ΄ το κύμα,
στα ήρεμα νερά σου, τα γαλάζια λαχταρώ,
να κάνω της ζωής μου το στερνό το βήμα.

Ελλάδα μου! η Ιστορία σου στα ουράνια κατοικεί
και στις ψυχές μας σε μια πανάκριβη μια κόχη,
ο Χριστός από ψηλά, με αγιασμό σε ευλογεί,
με του Αι Δημήτρη το απαλό το πρωτοβρόχι.,,Β.Α.