Σάββατο 12 Ιουνίου 2021

το πευκοδάσος

Μία υπέροχη μυρωδιά από καυτές βελόνες,
πλησίασαν και μου έδωσαν μία γλυκιά πνοή,
καφέ κορμοί σμιλεύτηκαν σαν όμορφες κολώνες
κι ανέδυαν μια θεϊκή υπερκόσμια μορφή.

Πάνω στα ήσυχα κλαριά, που ακουμπούσαν βρύα,
μιλιούνια κάτασπρα πουλιά χτίζανε τις φωλιές
κι αντιλαλούσε η μοναξιά στα βράδια τους τα κρύα
και όρκους πίστης αντάλλαζαν του έρωτα καρδιές.

Αυτός ο λόφος μαγικός σκαρφαλωμένα δέντρα,
που γέρνανε με ευλάβεια σε αλμυρή αγκαλιά,
τα λύγιζε, τα λίκνιζε, η φύση η αφέντρα
και θέλαν να πιουν τη θάλασσα όλη με μια γουλιά.

Κάτω στο βελονόδασος νάσου κι ένας πετρίτης,
να κλαίει την αγάπη του που έχασε νωρίς,
ευθύς κοντά του έφτασε μικρός αποσπερίτης,
την αγκαλιά του άνοιξε σαν μάνα του θαρρείς.,,B.A.

Χορεύοντας στη βροχή

Θέλω μια μέρα μουντή και βροχερή,
παρέα μαζί σου στη βροχή να χορέψω,
οι στάλες να μας μουσκέψουν ως την κορφή,
να τρέχω σαν τρελός στη ζωή να σε γυρέψω.

Αγκαλιασμένοι σφιχτά σε χείμαρρο βαθύ,
ν΄αδιαφορούμε για τη λάσπη και το χώμα,
η βροχή τα βήματά μας να οδηγεί
δύο ψυχές στην αχλή του νερού σ΄ένα σώμα.

Ο πρώτος χορός θέλω νάναι ένα ταγκό,
ένα παλιό νοσταλγικό του αττίκ τραγούδι
η λάσπη στο δρόμο να γράφει “σ΄αγαπώ”
και τα λασπόνερα να γίνουν ένα καφέ λουλούδι.

Έπειτα θέλω να σου χορέψω μια ζεμπεκιά
τα κρίνα χέρια σου τον τόνο να μου δίνουν
η μπόρα να κρατά τα μάτια μου κλειστά
και οι βροντές να σε βλέπουν και να σβήνουν.

Κι αφού γίνουμε μουσκίδι κι οι δυο,
θέλω από σένα σαν οδαλίσκη να χορέψεις
ένα παθιάρικο σμυρνέικο χορό,
και σαν νεράιδα τους κεραυνούς να τιθασέψεις.

Κι όταν ο Δίας γοητευμένος θα σε δει,
θα στείλει μήνυμα αυστηρό στους κεραυνούς του
να μην αγγίξουν μια αγάπη αληθινή,
κι ας μη σεβάστηκε τους θεϊκούς θυμούς του.

Έτσι στο χείμαρρο με λάσπες ένα σωρό,
να τελειώσουν οι χοροί μας μέσ΄στο δρόμο,
να μείνει κάποιο δάκρυ της μοίρας απαλό
καθώς θα πιάνει ο ένας τον άλλον απ΄τον ώμο.

Μετά μουσκίδι ,να ψάξουμε υπόστεγο μικρό
μέχρι να σταματήσει κι η ψιχάλα την ορμή της,
κι ας βράζει κάποια αστραπή από θυμό,
που αψηφίσαμε κι οι δυο τη δύναμή της....Β.Α.

ένα αστέρι


Ένα αστέρι ξέφυγε στου πέλαγου την πόρτα
κι άνοιξε τα θεμέλια μιας σκοτεινής σπηλιάς,
ήταν μονάκριβο, μικρό, του άπειρου αδελφάκι,
που με απόχη πάλευε να πιάσει ο ψαράς.
Αστέρι τόσο μακρινό δεν είδε η θάλασσά μας,
το ορθολίθι ούτε φαντάστηκε, ούτε είχε ξαναδεί,
τσούρμο τα ψάρια τρέχανε στα βράχια να κρυφτούνε,
γιατί το αστέρι τα θάμπωνε και ζάλιζε πολύ.
Η βάρκα ακυβέρνητη με τα κουπιά ανοιγμένα,
κοίταζε και διπλάρωνε στην πέτρινη σπηλιά,
και το αστέρι φώτιζε, σαν ένα πυροφάνι
σαν νάθελε πιο πλούσια να κάνει την ψαριά.
Αυτό τα αστέρι χάθηκε στης θάλασσας τα βράχια,
τα κύματα δεν το άφησαν λαμπρό να αναδυθεί,
μόνο τη βάρκα κοίταζε κάτω από άβυσσα βάθη,
μήπως κι αγάπης όστρακο στα ύφαλα βρεθεί...Β.Α.