Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2022

βροχή και δάκρυα



Κάποιος θεός πάλι θύμωσε μαζί μου
και φύσηξε στων σύννεφων τον ώμο,
είναι πια λεύτερα μαζί να ταξιδέψουν,
να πάρουν τον ουράνιό τους δρόμο.
Τα χνώτα τους τα νοιώθω στην ψυχή,
να κόβουν βόλτες κι εφιάλτες να νοτίζουν,
μόλις με δουν με όρθιο κι αλύγιστο κορμί
πικρόχολα και ύπουλα αρχίζουν, να με βρίζουν.
Δεν τα φοβάμαι τα σύννεφα τα γκρίζα
είναι οι άσπλαχνοι του Αίολου οι γιοι,
αν πλησιάσουν ετοιμάζω μια κοτρώνα
και δεν φοβάμαι αν με μισήσουν κι οι θεοί.
Έχω στην αγκαλιά μου τη μικρή μόνο εσένα,
τα γκρίζα σύννεφα ας πάνε να φέρουν τη βροχή,
στα μάγουλά μου θα σκάψω δυο αυλάκια
και απ΄τα μάτια μου η πλημμύρα θα χαθεί...Β.Α.
Βασίλης Ανδρονίδης

αναζητώντας τον έρωτα

 αναζητώντας τον έρωτα

Ήρθεν η άνοιξη κομψή του ήλιου θυγατέρα
κι άστραψαν ερωτικά όλα πάνω στη γη
και τα στοιχειά και τα βουνά και τα λιβάδια πέρα
αρχίσαν να ανασαίνουνε με ερωτική πνοή.
Και τα άγρια και τα ήμερα κι όσα ζωή δεν έχουν
τα δώσαν όλα σε μια στιγμή τον έρωτα να βρουν
ως και ρυάκια ατίθασα που και στη δίψα αντέχουν
αλλάξανε το δρόμο τους για να ερωτευτούν.
Στις πιο ψηλές βουνοκορφές ελιώσανε τα χιόνια
τραβήξαν όλα στο νοτιά το ταίρι τους να βρουν
ακόμη κι οι ώρες αγάπησαν και ρώτησαν τα χρόνια
αν και αυτές τον έρωτα μπορούν να τον γευτούν.
Όλα τα ζώα και στοιχειά στου έρωτα το στόμα
ματώθηκαν γυρεύοντας το άλλο τους μισό
με νύχια σκαλίζοντας κρυφά ξαπλώθηκαν στο χώμα
με τη λαχτάρα αγκαλιά να πουν το σ΄ αγαπώ….Β.Α.
Βασίλης Ανδρονίδης

Στην παλιά ταβέρνα


Σκουμπρί και ρέγγα καπνιστή με λίγο γιοματάρι
μια μέρα κουτσοπίναμε δυο τρεις στο καπηλειό
και πώς έφτασε δυόμισι δεν πήραμε χαμπάρι
και πώς η ώρα πέρασε με λίγο κρασί παλιό.
O παραγιός κατάλογο με σύρμα τον κρεμάει,
με τεμπεσίρι βρώμικο, τον γράφει σιωπηλά
κι ένας γέρος τον κοιτά και τόνε βλαστημάει,
γιατί το κρασί και ο μεζές στοίχιζαν ακριβά.
Στο τοίχο ο κατάλογος γυρτός στραβοβαλμένος
λιαστό χταπόδι και κολιούς και ρέγγες διαλαλούσε,
πίσω ένας γέρος μοναχός λίγο κακοντυμένος,
τα λίγα πούχε επάνω του με τάξη τα μετρούσε.
σε μαύρο ξύλο γράφτηκε και το""ούζο με μεζέ""
χέρια με ρόζους δυνατά, ποτήρια εκρατούσαν,
άλλοι κρυφά ζητούσανε να πιούνε βερεσέ,
κι άλλοι γελώντας ηδονικά το ντόπιο κρασί ρουφούσαν....
Τσαχπίνα η ταβερνιάρισα με νάζι τηγανίζει
και η ταρίφα ρεφενέ φουσκώνει στο χαρτί
τσίκνα απ΄την κουζίνα της ορμά και τους τσικνίζει
τον παραγιό φωνάζουνε για δεύτερο κρασί.
Μετά από ώρα τραυλίζοντας με κόπο σηκωθήκαν
και ζαλισμένοι αγκαλιά απ΄το πολύ πιοτό
φάλτσα να τραγουδήσουνε όλοι μαζί βαλθήκαν
παλιές αγάπες στήσανε μαζί μ΄αυτούς χορό.
Είν΄η ζωή ένα κρασί, κρασί, που σε γλεντάει
και κάθε τόσο σε γυρνά πιο πίσω στον καιρό
και το μεθύσι έρχεται κι ανάβει όσο πάει,
πίνοντας μια αγάπη σου σαν νάναι κρασί παλιό.
Βασίλης Ανδρονίδης
αναμνήσεις από ταβέρνα της 10 ετίας 1950....