Δευτέρα 18 Απριλίου 2022

Eβδομάδα μαρτυρίου και συγχώρεσης


Μια εβδομάδα ξεκίνησε προχθές
που η θύμισή της την έχει βαθειά 
στα στηθη μας θαμμένη
σε σκέψη σε όνειρα σε κάποιες ενοχές
και μια ελπίδα βουβή και πεθαμένη
να δοκιμάζει με πάθος αντοχές.

Είναι ο θνήσκων Θεός που συγχωρεί
σαν ανεβεί μια προσευχή ως τα ουράνια
κάνει όλα τα γκρίζα ν΄ανθούν σε μια στιγμή
και κατακόκκινα να βάφει τα γεράνια.

Ο κύκλος θάνατος με βουή αργά γυρίζει
και με χολή μας οδηγεί σε λόφο υγρό
κάποια χλαμύδα στον αέρα ανεμίζει,
και με σφουγγάρι επιχειρεί να ξεδιψάσει
κάποιο ληστή πάνω στον ίδιο το σταυρό.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΝΔΡΟΝΙΔΗΣ 
ΠΟΙΗΤΗΣ-ΛΟΓΟΤΕΧΝΗΣ

Πέμπτη 27 Ιανουαρίου 2022

Κάστρο η καρδιά, απόκρημνο κτρυφό

Μακάρι οι ρούγες να μυρίζουν ανθόκλαρα πάντα,να μοσχοβολάει το σταρένιο ψωμί σε κάθε σπίτι, οι αυλές να τιτιβίζουν σαν λεύκες από τις φωνές των παιδιών.
 Κι ας βρίσκεται τόσο μακριά και τόσο κοντά το κάστρο, 
κι η καρδιά ας παραμερίζει τα δαφνόφυλλα που ξεφύτρωσαν από αναπάντεχες ρίζες. 
Κι αυτό το κάστρο γιατί να υπάρχει; ίσως γιατί μετά από τα χαλάσματα 
βρίσκεται γκρεμός και εκτός από ακρολίθαρα μπορεί να πέσουν και αδιάφοροι 
και αμέριμνοι διαβάτες που πηγαίνουν να διαβάσουν εκεί κάποια παλιά ιστορία. 
Εκεί δίπλα υπάρχουν και νερά που ξεπηδάνε, ακούγεται κι ενας χαλικισμός 
σαν να θέλουν να γκρεμίσουν ό,τι χτίστηκε με ιδρώτα και αίμα από τους σκλάβους. Αρχίζεις κάποιες φορές να συλλογιέσαι την αποσύνθεση αυτού του κάστρου και τελειώνοντας την περιπλάνησή σου το βλέπεις κι όλας στεφανωμένο από μικράς νεφέλες καταστροφής. 
Ο ποιητής δεν έχει κανένα έργο που θέλει να το φτιάξει, δεν γνωρίζει έβδομη μέρα να ξεκουραστεί, κανένα έργο του δεν είναι αυτό που θα ήθελε να φτιάξει, μόνο κερνάει προβληματισμό και ίσως κάποτε και ένα δάκρυ, αυτό είναι το κάστρο των χεριών του.....Β.Α

Πέμπτη 30 Δεκεμβρίου 2021

Πρωτοχρονιά

Τέλειωσε πάλι τους καιρούς
η ρόδα, που αργά γυρίζει,
ταξιδεύει σε διάβα δύσβατο
με κύμα, που αφρίζει.
Ποιος χάθηκε; ποιος έζησε;
στο χρόνο, που έχει φύγει;
πικρή κουβέντα αχ! αυτή!
 ποιος λίγο, ποιος πολύ
κανείς δε θα ξεφύγει.
Πρώτη χρονιά και σιωπηλή,
λαχτάρες ανασταίνει,
μα ο δρόμος όλο στενεύει,
η σκέψη μένει αλαργινή,
 η ελπίδα μόνη της κι αυτή
δίπλα αργοπεθαίνει.
Βήματα μπρος, βήματα πίσω
ένας χρόνος στο συν, στο πλην,
με αμέτοχα τ΄ αστέρια 
σε ώμους τρέχουν να κρυφτούν
 θέλουν να λάμψουν, λαχταρούν,
σε ματωμένα χέρια.
Αυτή η πρωτοχρονιά κλείνει
μια παρένθεση
κι ανοίγει, κάποια άλλη,
αυτή που  κάπου θα κρυφτεί
 να περιμένει την κατάλληλη στιγμή 
σαν φίδι,
να σπαταλήσει αγάπες κι ενοχές 
και θα σκεφτεί αισχρά με σιωπή
πώς θα  σκαρώσει άξαφνα κι αυτή
κάποιο τρισάθλιο και ύπουλο παιχνίδι.

Βασίλης Ανδρονίδης
ποιητής-λογοτέχνης