Τέλειωσε πάλι τους καιρούς
η ρόδα, που αργά γυρίζει,
ταξιδεύει σε διάβα δύσβατο
με κύμα, που αφρίζει.
Ποιος χάθηκε; ποιος έζησε;
στο χρόνο, που έχει φύγει;
πικρή κουβέντα αχ! αυτή!
ποιος λίγο, ποιος πολύ
κανείς δε θα ξεφύγει.
Πρώτη χρονιά και σιωπηλή,
λαχτάρες ανασταίνει,
μα ο δρόμος όλο στενεύει,
η σκέψη μένει αλαργινή,
η ελπίδα μόνη της κι αυτή
δίπλα αργοπεθαίνει.
Βήματα μπρος, βήματα πίσω
ένας χρόνος στο συν, στο πλην,
με αμέτοχα τ΄ αστέρια
σε ώμους τρέχουν να κρυφτούν
θέλουν να λάμψουν, λαχταρούν,
σε ματωμένα χέρια.
Αυτή η πρωτοχρονιά κλείνει
μια παρένθεση
κι ανοίγει, κάποια άλλη,
αυτή που κάπου θα κρυφτεί
να περιμένει την κατάλληλη στιγμή
σαν φίδι,
να σπαταλήσει αγάπες κι ενοχές
και θα σκεφτεί αισχρά με σιωπή
πώς θα σκαρώσει άξαφνα κι αυτή
κάποιο τρισάθλιο και ύπουλο παιχνίδι.
Βασίλης Ανδρονίδης
ποιητής-λογοτέχνης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου