Καμπάνα που εχορτάριασες
σε πλάτανου κλωνάρι,
μονάχη παραστέκεσαι
το κάτασπρο ξωκκλήσι.
Ποια δύναμη σε πότισε
να στέκεις σιδερένια
και να προσμένεις ευλαβικά
πλάϊ στα βρυσονέρια;
Τα χρόνια πέσαν πάνω σου
φαντάζεις σαν κλωνάρι
και περιμένεις σιωπηλά
το θάνατο να ηχήσεις
ή τη χαρά του νυφικού
της κόρης να σκορπίσεις;
Μη τάχα σε κρυφόδεσαν
με μέλισσες και χώμα
κι όταν μηνάς το θάνατο
οι μέλισσες νυφούλες,
ντύνονται στα κατάλευκα
να σε νεκροστολίσουν; ..Β.Α.