Πέμπτη 10 Ιουνίου 2021

θαλασσινό


Αχ! αυτό το κύμα του Γαρμπή,
στην καρδιά μου αφρισμένο πάει να σβήσει,
μου είπες πως κανείς δεν θα μ΄αγαπήσει
όπως εγώ και η σκυλίτσα σου η πιστή.

Αρμένιζα Τρωάδα κι Ινδικό,
νησιώτικο πάντα το τραγούδι,
ζαφειρένιο της αυγής μας το λουλούδι,
κάθε μπάρκο ένα αντίο τρυφερό.

Πέτρινα πόρτο βίζιτες σωρό,
μάτια μαύρα και γαλάζια με γυρεύουν,
καλλίγραμμες τροτέζες με σαγηνεύουν
μ΄έναν απαίσιο και ψεύτικο χορό.

Και συλλογιέμαι, συλλογιέμαι το Ρηνιώ
στη στεριά αν θα με βγάλουνε τα μπάντα,
τώρα με μια Μαρία και μια Άντα
θα ταξιδέψω με καιρό νυχτερινό...Β.Α.

Τετάρτη 9 Ιουνίου 2021

μια στάλα

Μια μικρή στάλα μα τόσο σημαντική,
από δάκρυ, από βροχή, από αγάπη,
που αφήνει όνειρα γυμνά, ατέλειωτα,
γιατί το όχι τους και το ναι τους είναι μαζί,
μαζί να ζουν και να πεθαίνουν.
Απόψε θέλω να κάνω μια ευχή,
αυτή η στάλα αγάπης να γίνει μια μικρή λίμνη,
ένα ποτάμι, που θα σέβεται
τα μικρά αθώα χορτάρια,
που θα βρίσκονται στην κοίτη του,
που θα παρακάμπτει τον εργατικό ψαρά
και θα τον προστατεύει από κάθε είδους ναυάγια,
όταν η ψαριά θα είναι πλούσια και το τραπέζι
πάντα γεμάτο, όπου η καρδιά θα παίρνει το μερτικό της.
Μια στάλα λοιπόν χαράς, αγάπης και οίκτου,
γι΄αυτούς, που μας πόνεσαν άθελα ίσως,
αλλά μας πόνεσαν με άφρονα λόγια και ιδέες,
μπορεί, να είναι γραμμένο στις μοίρας τα κατάστιχα,
μερικοί να πονούν περισσότερο από άλλους,
να διψούν για μια στάλα δάκρυ ανακούφισης
και να γυρνούν στη μοναξιά τους μόνοι,
εκεί όπου τους έχει τάξει η ζωή...Β.Α.

το τρεχαντήρι μου

Για σένα καλή μου σκάρωσα γοργόνα θαλασσιά
στην πλώρη την περήφανη με ψαροπούλια αντάμα,
καπεταναίους έφερα από την αραπιά και κόντρα μπάντα έκανα
τα χείλη σου να κουρσέψω.
Σ΄αφησα στο λιμανάκι μας της θάλασσας απάγιο
να με προσμένεις μοναχή με όμορφη ροζ κορδέλα
με ρότα την αγάπη μας πυξίδα την καρδιά μας,
φευγάτο το τρεχαντήρι μας χωρίς τη ρότα τρέχει,
τα ξύλα τρίζουν στο σκαρί
σαν να ουρλιάζουνε μαζί με τις φωνές και τις βρισιές
του τσούρμου του χυδαίου, στα άγρια τα κύματα,
που θέλουν να μας φάνε.
Του Ποσειδώνα τα στοιχειά κόρες και ψυχογιοί του
όλοι μαζί βαλθήκανε, για να μας καταπιούνε.
Νόμιζα δεν θα ξανάβλεπα τα όμορφά σου μάτια
και κοίταζα εκεί ψηλά με την αχνάδα φεγγαριού
μ΄ελπίδες αναστημένες
να ψάχνω στην απόκρημνη πλαγιά
το σπίτι το δικό σου,
με παραθύρια κατάλευκα σαν νάναι περιστέρια
με τις κουρτίνες τις λευκές στο χέρι κεντημένες...Β.Α.