‘Εχω μια βάρκα κάτασπρη που γράφει το όνομά μου
σε λίμνη χρυσοκέντητη με φύλλα, που κολυμπούν
στην άκρη κάνουν τα πουλιά καθώς πετούν κοντά μου
και άγριες θλίψεις που πέρασα τρέχουνε να κρυφτούν.
σαν χέρια που ξεστράτησαν και μ΄ είδαν ξαφνικά
μαζί όλοι φυθιρίζουμε τραγούδια αγαπημένα
και μας πηγαίνει μακριά κάποια αστροφεγγιά.
Κι ύστερα η λιμνούλα μου με μια αγκαλιά δική της
αγκαλιάζει με μια κυματησιά τη βάρκα τη μικρή
και στο σκαρί που γέρασε αφήνει το φιλί της
να νιώσει έστω στα στερνά κι αυτό λίγη στοργή.
Αχ! το κουπί από λιόξυλο κουράστηκε κι εκείνο
να λάμνει στη λίμνη συνεχώς σαν σύντροφος πιστός
τότε εγώ πανί κατάλευκο στον άνεμο αφήνω
και στο κουπί που γέρασε γέρνω σιωπηλός
Και το ταξίδι μου αυτό τη λίμνη την αφήνει
κι αυτή θα μένει ήρεμη και θάναι πάντα εκεί
μόνο που το δικό μου το κορμί με τη βάρκα θ΄αργοσβήνει
θ΄αναρωτιόμαστε κι οι δυο πως πέρασε η ζωή.
Βασίλης Ανδρονίδης