Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2022

το παλιό βιολί


Κρεμάστηκε σε τοίχο μουσκεμένο από
αναμνήσεις
και οι χορδές του ανάκατες, σε ξύλο σαπισμένο,
χορδές που έπαλλαν κάποτε με ήχους παραδεισένιους
κι άκουγε πλήθος άμορφο, με δέος, σαστισμένο.
Πουλιά, που πέρναγαν από κει, με ράμφος όλο αγάπη,
κουρνιάζαν όλα απέναντι μαζεύοντας χορτάρι,
για κάποιες φωλιές, που έχτιζαν στ΄αντικρυνό σπιτάκι
κι ήθελαν με τις φτερούγες τους να πιάσουν το δοξάρι.
Αυτό το βιολί, που σάπισε στα χρόνια και στα μίση,
ακόμη ηχεί με ήχους ουράνιους κι αόρατα δυο χέρια,
μ΄αδέξια δάχτυλα μωρού, σαν νάναι παιχνιδάκι,
με πεθυμιές να παίξουνε βιολί χιλιάδες περιστέρια.
Ο βιολιστής χάθηκε κανείς πια δεν τον ξέρει,
που πήγε; και τι έγινε το μάγουλο που ακουμπούσε;
στο εβένινο το ξύλο του, χτυπώντας το δοξάρι;
μα το βιολί συνέχεια μαέστρο αναζητούσε.
Ωσπου μια μέρα ξεκούρντιστο απ΄ αδράνεια λαβωμένο,
κάποια χέρια θλιβερά και άμουσα το σηκώσαν,
με το δοξάρι του μαζί άτσαλα το κρατήσαν
και σε σκουπίδια ένα σωρό σαν λάφυρο το δώσαν.
Αμέσως ήρθαν γύρω του τα άλλα τα σκουπίδια
και για να μάθουνε γι΄αυτό όλο και ερωτούσαν,
κάποια απλά το κοίταζαν με δέος και θαυμασμό
κι άλλα δίπλα του παράστεκαν και το μοιρολογούσαν.,,Β.Α.
Βασίλης Ανδρονίδης
ποιητής - λογοτέχνης

βροχή και δάκρυα



Κάποιος θεός πάλι θύμωσε μαζί μου
και φύσηξε στων σύννεφων τον ώμο,
είναι πια λεύτερα μαζί να ταξιδέψουν,
να πάρουν τον ουράνιό τους δρόμο.
Τα χνώτα τους τα νοιώθω στην ψυχή,
να κόβουν βόλτες κι εφιάλτες να νοτίζουν,
μόλις με δουν με όρθιο κι αλύγιστο κορμί
πικρόχολα και ύπουλα αρχίζουν, να με βρίζουν.
Δεν τα φοβάμαι τα σύννεφα τα γκρίζα
είναι οι άσπλαχνοι του Αίολου οι γιοι,
αν πλησιάσουν ετοιμάζω μια κοτρώνα
και δεν φοβάμαι αν με μισήσουν κι οι θεοί.
Έχω στην αγκαλιά μου τη μικρή μόνο εσένα,
τα γκρίζα σύννεφα ας πάνε να φέρουν τη βροχή,
στα μάγουλά μου θα σκάψω δυο αυλάκια
και απ΄τα μάτια μου η πλημμύρα θα χαθεί...Β.Α.
Βασίλης Ανδρονίδης

αναζητώντας τον έρωτα

 αναζητώντας τον έρωτα

Ήρθεν η άνοιξη κομψή του ήλιου θυγατέρα
κι άστραψαν ερωτικά όλα πάνω στη γη
και τα στοιχειά και τα βουνά και τα λιβάδια πέρα
αρχίσαν να ανασαίνουνε με ερωτική πνοή.
Και τα άγρια και τα ήμερα κι όσα ζωή δεν έχουν
τα δώσαν όλα σε μια στιγμή τον έρωτα να βρουν
ως και ρυάκια ατίθασα που και στη δίψα αντέχουν
αλλάξανε το δρόμο τους για να ερωτευτούν.
Στις πιο ψηλές βουνοκορφές ελιώσανε τα χιόνια
τραβήξαν όλα στο νοτιά το ταίρι τους να βρουν
ακόμη κι οι ώρες αγάπησαν και ρώτησαν τα χρόνια
αν και αυτές τον έρωτα μπορούν να τον γευτούν.
Όλα τα ζώα και στοιχειά στου έρωτα το στόμα
ματώθηκαν γυρεύοντας το άλλο τους μισό
με νύχια σκαλίζοντας κρυφά ξαπλώθηκαν στο χώμα
με τη λαχτάρα αγκαλιά να πουν το σ΄ αγαπώ….Β.Α.
Βασίλης Ανδρονίδης