που σε κυκλώνες έμαθες ποτέ να μη μαδάς,
της τρυφερότητας στιγμή και μητρικό ένα χάδι,
και μύρους σ΄ έμαθε ο καιρός μ΄ αγάπη να σκορπάς.
Μην είσαι του Επιτάφιου το στόλισμα το ωραίο;
μήπως ευωδιά Ανάστασης και ίσως Πρωτομαγιάς;
Μη η χαρά, που χάνεται σε κάποιο συμβάν μοιραίο;
Μήπως κόσμημα νυφικό σε χέρια κοπελιάς;
Εύοσμον άνθος είσαι εσύ ό,τι και αν στολίζεις,
σε όποια χαρά ή πίκρα εσύ είσαι παρούσα εκεί,
και μ΄ένα μίσχο τρυφερό αρώματα σκορπίζεις,
σαν νύμφη λευκοστόλιστη, περήφανη, σεμνή.
Αυτό το εύμορφο άνθος σου, να ευωδιάζει πάντα,
ποτέ , ποτέ μη μαραθεί σε άγριους καιρούς,
κάποια για σένα, απόκοσμη να παιανίζει μπάντα,
τον ύμνο, που θα συναντά λουλούδια στους αγρούς.
Αυτό λοιπόν το ευωδιαστό και σπάνιο άρωμά σου,
να μην το ζηλέψει η ζωή και κλέψει τον ανθό,
πάντα να φέρνει νοσταλγική σκέψη το κοίταγμά σου,
καθώς πετάει η γύρη σου και γράφει "σ΄ αγαπώ"....Β.Α.