Πέμπτη 22 Ιουλίου 2021

εύοσμον άνθος





Είσαι το άνθος του άπειρου της μοίρας ένα σημάδι,
που σε κυκλώνες έμαθες ποτέ να μη μαδάς,
της τρυφερότητας στιγμή και μητρικό ένα χάδι,
και μύρους σ΄ έμαθε ο καιρός μ΄ αγάπη να σκορπάς.

Μην είσαι του Επιτάφιου το στόλισμα το ωραίο;
μήπως ευωδιά Ανάστασης και ίσως Πρωτομαγιάς;
Μη η χαρά, που χάνεται σε κάποιο συμβάν μοιραίο;
Μήπως κόσμημα νυφικό σε χέρια κοπελιάς;

Εύοσμον άνθος είσαι εσύ ό,τι και αν στολίζεις,
σε όποια χαρά ή πίκρα εσύ είσαι παρούσα εκεί,
και μ΄ένα μίσχο τρυφερό αρώματα σκορπίζεις,
σαν νύμφη λευκοστόλιστη, περήφανη, σεμνή.

Αυτό το εύμορφο άνθος σου, να ευωδιάζει πάντα,
ποτέ , ποτέ μη μαραθεί σε άγριους καιρούς,
κάποια για σένα, απόκοσμη να παιανίζει μπάντα,
τον ύμνο, που θα συναντά λουλούδια στους αγρούς.

Αυτό λοιπόν το ευωδιαστό και σπάνιο άρωμά σου,
να μην το ζηλέψει η ζωή και κλέψει τον ανθό,
πάντα να φέρνει νοσταλγική σκέψη το κοίταγμά σου,
καθώς πετάει η γύρη σου και γράφει "σ΄ αγαπώ"....Β.Α.

το γλυκό αηδόνι [ le rossignol doux ]



Απόψε γέμισε η γη με μουσική περίσσια

καθώς αηδόνι κιότεψε από ουρανού φωλιά

και ήρθε και τραγούδησε πλάι σε λευκοκκλήσια

αναζητώντας μια ζεστή αγάπης αγκαλιά.


Μη τάχα και δεν γνώριζε πόσο ωραία ψάλλει

και η μορφή του έμοιαζε διαβάτη ταπεινού,

ζήλευε τα άλλα πουλιά με τα περίσσια κάλλη,

που φάνταζαν πολύχρωμα  στο φως του πρωινού;


Αηδόνι που στέκεις σιωπηλό μπροστά στα δυο μου μάτια,

ποια μάγισσα σε μάγεψε να βλέπεις με σιωπή,

όταν εμπρός στη φωνούλα σου ανοίγονται παλάτια

και σαν κελαηδήσεις μια φορά ανθίζει η ζωή;


Μη το κοιτάς το ρούχο σου φτωχό και ξεφτισμένο,

ακόμα και η ανάσα σου μια μαγική φωνή

δεν σου ταιριάζει αγάπη μου να είσαι λυπημένο

εσύ που ψάλλεις τον έρωτα μ΄αγγελική φωνή..Β.Α.

Δευτέρα 19 Ιουλίου 2021

της νύχτας ο ήλιος




Μια θάλασσα μπροστά μου αγρικούσε

έναν απαλό κυματισμό, που ερχότανε αργά,

σκοτάδι πάνω σε άγρια βράχια εμηνούσε

πως θα ερχόσουν  εδώ κοντά μου στα κρυφά.


Τα κύματα ανάγλυφα και μαύρα ταξιδεύαν,

κατά Νοτιά κατά Βοριά σαν νάτανε πρωί

κι ένας ήλιος πρωτόγνωρος απ΄τα φύκια ξεπηδούσε.

και άστραφτε η θάλασσα κι ο ουρανός μαζί.


Και φέγγιζαν τα ύφαλα με της καρδιάς τα βρύα,

σαν να ΄θελαν να τραγουδούν το ύστατο σ΄αγαπώ,

 αναπολούσαν τη μοναξιά στα βράδια τους τα κρύα,

μέχρι που η καρδιά σου μου έδωσε τον ήλιο να κρατώ.


Πώς άλλαξε η πεζή  νυχτιά σε ώρα συνηθισμένη!

μόνο του το φεγγάρι φέγγοντας έτρεχε,  να σε βρει

σε μια κουπαστή ψαρόβαρκας σε βρήκε ακουμπισμένη,

με το αγέρι, να μη μπορεί ούτε μια λέξη να σου πει...Β.Α.