Μια θάλασσα μπροστά μου αγρικούσε
έναν απαλό κυματισμό, που ερχότανε αργά,
σκοτάδι πάνω σε άγρια βράχια εμηνούσε
πως θα ερχόσουν εδώ κοντά μου στα κρυφά.
Τα κύματα ανάγλυφα και μαύρα ταξιδεύαν,
κατά Νοτιά κατά Βοριά σαν νάτανε πρωί
κι ένας ήλιος πρωτόγνωρος απ΄τα φύκια ξεπηδούσε.
και άστραφτε η θάλασσα κι ο ουρανός μαζί.
Και φέγγιζαν τα ύφαλα με της καρδιάς τα βρύα,
σαν να ΄θελαν να τραγουδούν το ύστατο σ΄αγαπώ,
αναπολούσαν τη μοναξιά στα βράδια τους τα κρύα,
μέχρι που η καρδιά σου μου έδωσε τον ήλιο να κρατώ.
Πώς άλλαξε η πεζή νυχτιά σε ώρα συνηθισμένη!
μόνο του το φεγγάρι φέγγοντας έτρεχε, να σε βρει
σε μια κουπαστή ψαρόβαρκας σε βρήκε ακουμπισμένη,
με το αγέρι, να μη μπορεί ούτε μια λέξη να σου πει...Β.Α.