Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2022

Η φωνή σου



Βρυσούλα που ρέει ράθυμα είν΄η γλυκιά φωνή σου
αυτή, που περνάει από κλαριά μ΄αθάνατο νερό
κι αποζητάει τα κλαριά σαν έρθει καλοκαίρι
και το χειμώνα αγκαλιά στο κρύο το σκληρό.
Θέλω την όμορφη φωνή, να έχω πάντα για στρώμα
και να ξαπλώνω το κορμί, που πόνεσε πολύ,
να την ακούω κελαριστή γλυκά ν΄αποκοιμιέμαι
με ήχους από το πέταγμα κάποιου αετού μαζί.
Κι όταν θα μ΄αγκαλιάζεις ξαφνικά με της φωνής τ΄αγέρι,
όρκοι από κρύα όστρακα ως στην καρδιά θα φτάνουν,
κλωνάρια και πευκόδεντρα το βουητό θ΄αρχίζουν
τριζόνια ασταμάτητα σεγόντο θα σου κάνουν.
Ας είναι η γλυκιά φωνή σύννεφα, που πλαγιάζουν
κι ονείρατα απλησίαστα κάνουν μέσ΄στη σιωπή,
από εκκλησιά του Σύμπαντος ο ήχος της φωνής σου
θα ψάλλει με ήχους αγάπης πλάγιους ωδή βυζαντινή.
Βασίλης Ανδρονίδης

Μια βάρκα στη λίμνη


‘Εχω μια βάρκα κάτασπρη που γράφει το όνομά μου
σε λίμνη χρυσοκέντητη με φύλλα, που κολυμπούν
στην άκρη κάνουν τα πουλιά καθώς πετούν κοντά μου
και άγριες θλίψεις που πέρασα τρέχουνε να κρυφτούν.

Στην άκρη ημερόδεντρα με τα κλαριά υψωμένα
σαν χέρια που ξεστράτησαν και μ΄ είδαν ξαφνικά
μαζί όλοι φυθιρίζουμε τραγούδια αγαπημένα
και μας πηγαίνει μακριά κάποια αστροφεγγιά.

Κι ύστερα η λιμνούλα μου με μια αγκαλιά δική της
αγκαλιάζει με μια κυματησιά τη βάρκα τη μικρή
και στο σκαρί που γέρασε αφήνει το φιλί της
να νιώσει έστω στα στερνά κι αυτό λίγη στοργή.

Αχ! το κουπί από λιόξυλο κουράστηκε κι εκείνο
να λάμνει στη λίμνη συνεχώς σαν σύντροφος πιστός
τότε εγώ πανί κατάλευκο στον άνεμο αφήνω
και στο κουπί που γέρασε γέρνω σιωπηλός

Και το ταξίδι μου αυτό τη λίμνη την αφήνει
κι αυτή θα μένει ήρεμη και θάναι πάντα εκεί
μόνο που το δικό μου το κορμί με τη βάρκα θ΄αργοσβήνει
θ΄αναρωτιόμαστε κι οι δυο πως πέρασε η ζωή.

Βασίλης Ανδρονίδης

το παλιό βιολί


Κρεμάστηκε σε τοίχο μουσκεμένο από
αναμνήσεις
και οι χορδές του ανάκατες, σε ξύλο σαπισμένο,
χορδές που έπαλλαν κάποτε με ήχους παραδεισένιους
κι άκουγε πλήθος άμορφο, με δέος, σαστισμένο.
Πουλιά, που πέρναγαν από κει, με ράμφος όλο αγάπη,
κουρνιάζαν όλα απέναντι μαζεύοντας χορτάρι,
για κάποιες φωλιές, που έχτιζαν στ΄αντικρυνό σπιτάκι
κι ήθελαν με τις φτερούγες τους να πιάσουν το δοξάρι.
Αυτό το βιολί, που σάπισε στα χρόνια και στα μίση,
ακόμη ηχεί με ήχους ουράνιους κι αόρατα δυο χέρια,
μ΄αδέξια δάχτυλα μωρού, σαν νάναι παιχνιδάκι,
με πεθυμιές να παίξουνε βιολί χιλιάδες περιστέρια.
Ο βιολιστής χάθηκε κανείς πια δεν τον ξέρει,
που πήγε; και τι έγινε το μάγουλο που ακουμπούσε;
στο εβένινο το ξύλο του, χτυπώντας το δοξάρι;
μα το βιολί συνέχεια μαέστρο αναζητούσε.
Ωσπου μια μέρα ξεκούρντιστο απ΄ αδράνεια λαβωμένο,
κάποια χέρια θλιβερά και άμουσα το σηκώσαν,
με το δοξάρι του μαζί άτσαλα το κρατήσαν
και σε σκουπίδια ένα σωρό σαν λάφυρο το δώσαν.
Αμέσως ήρθαν γύρω του τα άλλα τα σκουπίδια
και για να μάθουνε γι΄αυτό όλο και ερωτούσαν,
κάποια απλά το κοίταζαν με δέος και θαυμασμό
κι άλλα δίπλα του παράστεκαν και το μοιρολογούσαν.,,Β.Α.
Βασίλης Ανδρονίδης
ποιητής - λογοτέχνης